Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

 

Ομιλία στη μνήμη των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης

  • Δόγμα
  •  
  •  

Γράφει ο Αρχιμ. Φώτιος Ιωακειμ

Αγαπητοί εν Κυρίω αδελφοί, είναι γνωστό, πως λίγα πρόσωπα στην Ιστορία τιμήθηκαν με τον τίτλο του Μεγάλου. Εξέχουσα θέση ανάμεσά τους κατέχει αναμφίβολα ο Μέγας Κωνσταντίνος.

Κι αναδείχθηκε Μεγάλος, όχι μόνο σε έργα πολιτικής σύνεσης, οικονομικής διαχείρισης, διοικητικής μεταρρύθμισης, στρατιωτικής δεξιοτεχνίας, φρόνησης και ανδρείας, αλλά, με άριστο συνδυασμό, Μεγάλος και σε έργα μεγάλα στερέωσης του μέχρι τότε διωκόμενου Χριστιανισμού, ενίσχυσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αποκατά-στασης της εσωτερικής της ενότητας, τιμής των αγίων, ανέγερσης ναών και τόσα άλλα. Και μαζί του ασφαλώς μεγαλύνεται στους αιώνες η αγία μητέρα του Ελένη, παιδαγωγός και συμβοηθός και συνεργός στα θεία έργα, στη φιλανθρωπία, στην εύρεση του Τιμίου Σταυρού και ανάδειξη των Αγίων Τόπων, στη στήριξη των πιστών, στον εκχριστιανισμό των απίστων.

Πόσα, άραγε, δεν οφείλει σήμερα ο χριστιανικός κόσμος στη βασιλική τούτη δυάδα, των οποίων η Εκκλησία μας, δίκαια και θεόπνευστα, αναγνώρισε και διακήρυξε την αγιότητα, εντάσσοντάς τους στο Αγιολόγιό της και απονέμοντάς τους επάξια και τον τίτλο των ισαποστόλων; Ας ιδούμε όμως συνοπτικά τα σπουδαιότερα έργα των μεγάλων αυτών αγίων της Εκκλησίας μας, που σήμερα πανηγυρίζουμε τη μνήμη τους.

Είναι γνωστό το θαυμαστό όραμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, πριν τη μεγάλη και τελική αναμέτρηση με τον μισόχριστο βασιλέα Μαξέντιο τον Οκτώβριο του 312 έξω από τη βασιλεύουσα Ρώμη, το υπέρλαμπρο δηλ. σημείο του Τιμίου Σταυρού, που είδε στον ουρανό τις πρώτες απογευματινές ώρες της ημέρας, με την επιγραφή γύρω του, «εν τούτω νίκα». Και η νίκη του στη συνέχεια, με τη δύναμη του Εσταυρωμένου Χριστού, υπήρξε πράγματι θριαμβευτική.

Πρώτο σπουδαιότατο έργο του μετά τη νίκη αυτή, ήταν το περίφημο Διάταγμα των Μεδιολάνων (Φεβρουάριος του 313), το οποίο υπέγραψε στο σημερινό Μιλάνο της Ιταλίας με τον σύμμαχό του και αυτοκράτορα της Ανατολής Λικίνιο, με το οποίο καθιερώθηκε η αρχή της ανεξιθρησκείας, που ως κύριο στόχο είχε την κατοχύρωση και αναγνώριση της θρησκευτικής ελευθερίας για τον Χριστιανισμό, που ως τότε διωκόταν.

Στη συνέχεια, αφού ο Κωνσταντίνος κατέστη μονοκράτορας της αχανούς τότε Ρωμαικής Αυτοκρατορίας και μετέφερε την έδρα του στην Ανατολή, κτίζοντας και εγκαινιάζοντας το Βυζάντιο ως πρωτεύουσα του κράτους, που από το όνομά του μετονομάστηκε Κωνσταντινούπολη, συνεκάλεσε τον Μάιο του 325 στη μεγαλούπολη Νίκαια της Βιθυνίας την Α´ Οικουμενική Σύνοδο, που κατεδίκασε τη βλάσφημη αίρεση του Αρείου και συνέταξε τα επτά πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεώς μας (δηλ. του ‘‘Πιστεύω’’), εκδίδοντας συνάμα και ορισμένους Κανόνες, για την καλύτερη διακυβέρνηση των Εκκλησιών.

Μετά το πέρας της Συνόδου αυτής, με υπόδειξη αγίου αγγέλου, ο Μ. Κωνσταντίνος απέστειλε την αγία του μητέρα Ελένη στα Ιεροσόλυμα (περί το 325/326) με την αρμόζουσα συνοδία και άφθονα χρήματα, όπου, μετά από αρκετές περιπέτειες, ανακάλυψε τον χώρο του Γολγοθά, τον Τίμιο Σταυρό του Χριστού και των δύο ληστών και τους αγίους ήλους της Σταύρωσης, καθώς και το μνήμα του Κυρίου και τον χώρο της Γέννησης του Χριστού στη Βηθλεέμ. Στους χώρους τούτους, όπως και σε άλλα σημεία των Αγίων Τόπων, ανήγειρε λαμπρές βασιλικές, δηλ. ναούς, προς δόξαν Θεού. Σύμφωνα δε με αρχαία παράδοση, η ιστορική πορεία της μεγαλονήσου μας Κύπρου σηματοδοτήθηκε ανεξίτηλα από την εδώ παρουσία της βασιλομήτορος Ελένης, κατά το ταξίδι της επιστροφής της από τους Αγίους Τόπους. Είναι τότε, που ιδρύθηκε και η Μονή του Σταυροβουνίου, όπου η αγία αυτοκράτειρα άφησε, ως ευλογία διηνεκή του τόπου μας, τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου του Σταυρού, που ως σήμερα φυλάσσεται εκεί. Επιστρέφουσα στην Κωνσταν-τινούπολη η μακαρία Ελένη περί το 328/329, εκοιμήθη εν Κυρίω, σε ηλικία περίπου ογδόντα ετών.

Άλλα αξιομνημόνευτα θεάρεστα έργα του Μεγάλου Κωνσταντίνου αναφέρονται και τα εξής:

– Έγραψε προς τον βασιλέα της Περσίας Σαβώρ Β´ σχετικά με τους εκεί χριστιανούς, για να διάγουν ειρηνικά και να μην τους διώκει, πράγμα που δεν τήρησε ο Σαβώρ, γι’ αυτό και ο άγιος εξεστράτευσε εναντίον του.

– Θεσμοθέτησε, πρώτος αυτός, την Κυριακή ως ημέρα προσευχής και λατρείας του Θεού και την καθιέρωσε με νόμο ως ημέρα αργίας. Ακόμη, με εντολή του τιμώνταν λαμπρά, όχι μόνο η εορτή του Πάσχα, αλλά και οι ημέρες μνήμης των αγίων μαρτύρων. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 335 τελέστηκαν, σύμφωνα με εντολή του, τα εγκαίνια του πανιέρου ναού της Αναστάσεως, που είχε οικοδομηθεί με δική του επιχορήγηση και δικές του οδηγίες, με τη συμβολή της αγίας Ελένης.

– Πρέπει, τέλος, να μνημονεύσουμε και τον εκχριστιανισμό διαφόρων εθνών κατά την περίοδο της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου, όπως των Ινδών, των Γεωργιανών και των Αρμενίων.

Το έτος 337, εκστρατεύοντας κατά των Περσών, ασθένησε σοβαρά ο Μέγας βασιλεύς και, επειδή μέχρι τότε ήταν κατηχούμενος, ζήτησε και έλαβε το άγιο Βάπτισμα πλησίον της πόλης Νικομήδειας. Όταν φόρεσε τα λευκά ενδύματα του Βαπτίσματος και μετέλαβε τα άχραντα Μυστήρια, δεν αφαίρεσε την ενδυμασία του αυτή μέχρι την κοίμησή του, που συνέβη στις 21 Μαίου του 337 μ.Χ., Κυριακή της Πεντηκοστής, όταν ήταν περίπου εξηντατριών ετών, κι αφού βασίλευσε για τριάντα ένα χρόνια. Αναφέρουμε εδώ το σπουδαιότατο και πνευματικού περιεχομένου τέλος της ευχαριστήριας προσευχής του αγίου Κωνσταντίνου μετά τη βάπτισή του, που φανερώνει το μεγαλείο της αγίας ψυχής του: «Τώρα γνωρίζω ότι είμαι πράγματι μακάριος. Τώρα γνωρίζω, ότι δείχθηκα άξιος της αθάνατης ζωής. Τώρα γνωρίζω, ότι έγινα μέτοχος του θείου φωτός!»

Το τίμιο λείψανό του τοποθετήθηκε σε χρυσή λάρνακα και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποτέθηκε στον ναό των Αγίων Αποστόλων, τον οποίο ο ίδιος είχε ανεγείρει. Κι εκεί ευρισκόμενο, επετέλεσε πολλά θαύματα.

Των Μεγάλων αυτών θεοστέπτων βασιλέων και ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης ας επικαλούμαστε κι εμείς, οι χριστιανοί των εσχάτων τούτων χρόνων, τις ευπρόσδεκτες πρεσβείες και ικεσίες προς τον μεγαλοδύναμο Θεό, αγαπητοί μου αδελφοί, να ειρηνεύσει τον κόσμο, να εξαλείψει τα σκάνδαλα και τις αιρέσεις, να φέρει την ομόνοια και την αγάπη, να συγχωρήσει τις αμαρτίες μας και να μας αξιώσει μαζί τους της αιωνίου βασιλείας των ουρανών, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Τριαδικού Θεού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν!

Παρασκευή 9 Μαΐου 2025

 Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΒΗΘΕΣΘΑ (Ιω. 5, 1-15)


†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ

(Κήρυγμα στο Γρίμποβο, στις 28/4/1991)

Περίμενε τον Γιατρό τριανταοκτώ χρόνια


Ακούσαμε στο Ευαγγέλιο ότι στην Ιερουσαλήμ ήταν μία δεξαμενή με

αγίασμα, στο οποίο όποτε ήθελε ο Θεός, κατέβαινε ένας άγγελος και

ανατάραζε το νερό. Και όποιος έμπαινε πρώτος μέσα σ’ αυτό το νερό, γινόταν

καλά από ό,τι νόσημα και αν έπασχε.

Σ’ αυτή την κολυμβήθρα με το αγίασμα βρίσκονταν -περιμένοντας να

θεραπευθούν- πλήθος ασθενών. Ανάμεσά τους και ένας παράλυτος που ήταν

εκεί, σε αναμονή, τριάντα οκτώ χρόνια. Περίμενε... Γιατί;

Γιατί από την δεξαμενή εκείνη δεν είχε περάσει ακόμη ο Χριστός.

Όπου «δεν έχει περάσει ο Χριστός», είμαστε υποχρεωμένοι να

περιμένουμε. Αλλά όταν ο Χριστός έλθει, δεν χρειάζεται πια να περιμένουμε

τίποτε. Γιατί έρχεται πάντοτε γεμάτος από χάρη, ευσπλαχνία και θεραπεία.

Έρχεται πάντοτε με τα ελέη Του και τους οικτιρμούς Του.

Κάποτε λοιπόν πήγε ο Χριστός σ’ αυτή την κολυμβήθρα και είδε τον

παράλυτο. Δεν ήταν ο μοναδικός άρρωστος, ούτε το μόνο αξιοθέατο. Γιατί

γύρω στη δεξαμενή ήταν χτισμένο ένα μεγαλόπρεπο κτίριο με πέντε στοές και

κολώνες. Όποιος πήγαινε εκεί κυριολεκτικά χάζευε. Όμως το μάτι του Χριστού

δεν έμεινε στο «πολύ πλήθος των ασθενούντων» ούτε στα κτιριακά

συγκροτήματα αλλά «έπιασε» εκείνον που έπρεπε. Εκείνον που «κατέκειτο»

και περίμενε τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια.

Ανάμεσά μας ο Χριστός


Τι μας λέγει το γεγονός αυτό αδελφοί; Μας λέγει ότι κατά την ώρα της

Θείας Λειτουργίας ο Χριστός είναι ανάμεσά μας, όχι μόνο πνευματικά αλλά και

σωματικά, γιατί ο άγιος Άρτος και ο Οίνος που βρίσκονται αισθητά στην αγία

Τράπεζα, αφού ευλογηθούν γίνονται Σώμα και Αίμα Χριστού. Γι’ αυτό ο

Χριστός είναι παρών ανάμεσά μας, και σωματικά, όπως ήταν στην αγκαλιά

της Θεοτόκου και όπως ήταν ανάμεσα στους αγίους μαθητές Του.

Και όπως τότε έβλεπε τον παράλυτο γεμάτος αγάπη και ευσπλαχνία,

έτσι και τώρα είναι ανάμεσά μας και μας βλέπει.

Βλέπει όχι μόνο «τα έξω» αλλά και το βάθος της καρδιάς μας. Βλέπει

σε τι πνευματική κατάσταση βρισκόμαστε. Τι αισθήματα έχουμε, τι

φρονήματα, τι πόθους.

Είδε ο Χριστός τον παράλυτο! Και όχι μόνο όπως ήταν τότε - στο

παρόν - αλλά είδε και όπως ήταν στο παρελθόν. «Και έγνω», ο

παντογνώστης και πάνσοφος Θεός, «ότι πολύν χρόνον έχει εν τη ασθενεία»

του εκεί στην Προβατική κολυμβήθρα.

Αλλά όπως είπαμε ο Χριστός βλέπει και εμάς. Γιατί τα μάτια Του είναι

ασύγκριτα πιο φωτεινά από τον ήλιο, και δεν διασκορπίζουν μόνο τα φυσικά

σκοτάδια αλλά διασκορπίζουν και τα σκοτάδια τα πνευματικά.

Όμως ο Χριστός τι θα δει σε μας; Θα δει πρώτα το παρελθόν μας: Όταν

είμαστε παιδάκια, μας μάθαιναν οι γονείς μας να κάνουμε τον Σταυρό μας, να


2Ἡ θεραπεία τοῦ Παραλυτικοῦ τῆς Βηθεσδά. 28/4/1991


2

λέμε με ευλάβεια το όνομα του Χριστού, μας μάθαιναν προσευχές και μας

παρακινούσαν σε καλά έργα. Και μας φύτευαν τον πόθο να έχουμε καθαρή

καρδιά.

Όσο είμαστε μικρότεροι, η καρδιά μας ήταν καθαρή από αμαρτίες.

Ήταν γεμάτη ειλικρίνεια και αγάπη προς τον Χριστό. Αλλά πέρασαν τα χρόνια

και άρχισε να μολύνεται. Και όταν η καρδιά μολύνεται, τότε τον άνθρωπο τον

πιάνει ανορεξιά να κάνει προσευχή, να διαβάσει το Ευαγγέλιο, να ακούσει

συμβουλές πνευματικές και ακόμη περισσότερο να πάει στην Εκκλησία. Γιατί

πώς να σταθεί στην Εκκλησία και να ατενίζει την εικόνα του Σωτήρος μας

Χριστού; Δεν αντέχουν τα μάτια μας, όταν δεν έχουμε καθαρή καρδιά, να

κοιτάζουμε τον Χριστό στο πρόσωπο. Αισθανόμαστε ότι πρέπει να

κρυφτούμε.

Και όταν η καρδιά μας είναι ακόμα πιο ένοχη, δεν μας αρέσει να

περνάμε την πόρτα της Εκκλησίας και να μπαίνουμε μέσα. Και όταν οι

αμαρτίες μας συσσωρεύονται, αισθανόμαστε ένα βάρος. Καταλαβαίνουμε ότι

είμαστε παράλυτοι πνευματικά.


Τρέμουν οι άγγελοι


Αλλά τι ευλογία είναι, όταν ο άνθρωπος όντας σ’ αυτή την κατάσταση,

θυμηθεί ότι ο Χριστός τον βλέπει. Και αρχίσει να «ψάχνει» την καρδιά του και

να ποθεί να την κάνει πιο ευάρεστη ενώπιον του Χριστού. Και τι φοβερό, όταν

προσπαθεί απλώς να κρυφτεί από τον Θεό, όπως προσπάθησε να κρυφτεί ο

Αδάμ και η Εύα μετά την αμαρτία.

Ας προσέξουμε κάτι ακόμη. Όταν κάποιον «δεν θέλουμε να τον

βλέπουμε μπροστά μας», γεμίζει και το στόμα μας και η καρδιά μας κακία

απέναντί του και τον κακολογούμε. Ενώ εμείς φταίμε, τον κακολογούμε. Κατά

τον ίδιο τρόπο όποιος αφήνει την καρδιά του και μολύνεται, αρχίζει και

κακολογεί τον Σωτήρα Χριστό, Εκείνον που σταυρώθηκε για μας.

Και αυτός μεν γεμάτος δαιμονικό φρόνημα καμαρώνει. Αλλά οι άγιοι

άγγελοι που ξέρουν τι σημασία έχει το όνομα του Χριστού και η φιλανθρωπία

Του τρέμουν. Μας το λέγουν τα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδας: Όταν οι

άγγελοι είδαν τον Χριστό Σταυρωμένο και τους Εβραίους από κάτω να τον

κοροϊδεύουν, ενώ θα έπρεπε να τον προσκυνούν, «εκ του φόβου

εσαλεύθησαν». Γιατί οι Εβραίοι δεν έπρεπε ούτε να τολμούν να σηκώσουν το

κεφάλι τους, μέχρι που να Του πουν χίλιες φορές, δέκα χιλιάδες φορές, από

τα βάθη της καρδιάς τους: «σε ευχαριστούμε, γιατί για μας τους ανθρώπους

και δια την ημετέραν σωτηρίαν, ήλθες στον κόσμο, έγινες άνθρωπος και

σταυρώθηκες για μας...» Αλλά αντί να κάνουν αυτό, Τον κορόϊδευαν. Και οι

άγγελοι, βλέποντάς τους φοβήθηκαν τόσο πολύ, που άρχισαν να τρέμουν.

Οι άγγελοι τρέμουν! Εμείς οι αμαρτωλοί έπρεπε περισσότερο να

τρέμουμε και να αναζητούμε το έλεος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Και να

Του λέμε: «Άνοιξε τα μάτια Σου Χριστέ μου, βύθισέ τα στην καρδιά μου. Ξύπνα

μου την συνείδηση. Πες μου τι πρέπει να κάνω για να διορθωθώ;». Γιατί ο

Χριστός βλέπει και ποιός είσαι, και τι είσαι, και πού είσαι, και τι σκέπτεσαι, και

πού σκοπεύεις να πας.


Μην κάθεσαι. Κάνε κάτι.