Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Ὁ Ἅγιος Δονάτος, Ἐπίσκοπος Εὐροίας,

Ὁ Ἅγιος Δονάτος, Ἐπίσκοπος Εὐροίας,  30 Ἀπριλίου καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του τὴν 29ην Σεπτεμβρίου

      Ἅγιος Δονάτος Ἐπίσκοπος Εὐροίας ὁ θαυματουργὸς καὶ πολιοῦχοςτῆς Πόλεως Παραμυθίας καὶ ὅλης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
       Ὁ Ἅγιος Δονάτος ἔζησε καὶ ἔδρασε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395 μ.Χ.). Ἐγεννήθηκε περὶ τὸ 330 μ.Χ. στὴν Εὔροια καὶ ἐμορφώθηκε στὸ Βουθρωτὸ τῆς Ἠπείρου. Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς ἀρχαίας ἐπισκοπῆς Εὐροίας, τῆς ὁποίας τὰ ὅρια συνέπιπταν μὲ τὰ ὅρια τῆς σημερινῆς Μητροπόλεως Παραμυθίας, Φιλιατῶν, Γηρομερίου καὶ Πάργας.
     Ὁ Ἅγιος Δονάτος διακρίθηκε γιὰ τὴν σοφία του καὶ τὴν θερμὴ του πίστη καὶ ἀγωνίσθηκε κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ τῶν Πνευματομάχων καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 381 μ.Χ., ἡ ὁποία συνεπλήρωσε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Νικαίας τοῦ 325 μ.Χ.
     

Ὁ Ἅγιος Δονάτος καὶ σκηνὲς τοῦ βίου του, 18ος αἰ., ἔργο Κων/νου Κόνταρη, Βυζαντινὸ Μουσεῖο, Ἀθήνα.
Ἔλαμψε ὅμως κυρίως μὲ τὴν μεγάλην του ἀγάπην, τὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας καὶ τὴν ἁγίαν ζωήν του. Ὁ Θεὸς τὸν ἐστόλισε μὲ τὴν χάρη τῶν θαυμάτων, ποὺ ἐπιτελοῦσε καὶ ἐν ζωῇ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του. Στὸ Συναξάρι, ἀναφέρεται τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου ποὺ ἐφόνευσε τὸ δράκοντα. Κοντὰ στὴν Εὔροια ὑπῆρχε ἕνα χωριὸ ποὺ ὀνομαζόταν Σωρεία, στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε μία πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅποιος ἔπινε, πέθαινε. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἐπληροφορήθηκε τὸ γεγονός, πῆρε μαζί του καὶ ἄλλους ἱερεῖς καὶ πῆγε στὴν πηγή. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἔφθασε ἐκεῖ ἀκούσθηκε μία βροντή. Ἀμέσως ἐμφανίσθηκε μπροστὰ του ἕνας δράκοντας, ποὺ εἶχε τὴ φωλιά του στὴν πηγή. Μόλις ὁ Ἅγιος ἔστρεψε τὸ βλέμμα του καὶ εἶδε 
τὸ θηρίο, πῆρε στὰ χέρια του τὸ σχοινί, μὲ τὸ ὁποῖο ἐχτυποῦσε τὸν ὄνο ἐπάνω στὸν ὁποῖο ἐπέβαινε, ἐχτύπησε τὸ θηρίο στὴ ράχη, καί ἔπεσε νεκρὸ στὸ ἔδαφος. Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος εὐλόγησε τὴν πηγή, ἤπιε πρῶτος αὐτὸς νερὸ ἀπ’ αὐτὴ καί, ἀκολούθως, προέτρεπε καὶ τοὺς ἄλλους νὰ πιοῦν χωρὶς κανένα φόβο. Ἐκεῖνοι, πράγματι, ἤπιαν καὶ εὐφράνθηκαν καὶ ἐπέστρεψαν ἀσφαλεῖς στὶς οἰκίες τους.
     

 Ἅγιος Δονάτος,  Ἐπίσκοπος Εὐροίας, ἔργο συνοδείας Χρυσοστόμου ἱερομόναχου, ἱερὸν κελλίον Εὐαγγελισμοῦ, Ἅγιον Ὅρος.
Τὰ θαύματα του τὸν ἔκαναν ξακουστό, ὄχι μόνο μέσα στὴν Μητρόπολη Εὐροίας ἀλλά καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Διὰ τοῦτο ἐκλήθη ἀπὸ τὸν Μ. Θεοδόσιο, στὴν Βασιλεύουσα, γιὰ νὰ θεραπεύση τὴν μονάκριβη θυγατέρα του, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιμονοπληξία. Ὁ Ἅγιος μὲ τὴν προσευχὴ του ἐθεράπευσε τὴν κόρη καὶ ὁ αὐτοκράτωρ μὲ σεβασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη τὸν προέπεμψε μὲ τιμὲς καὶ δῶρα, ἀπὸ τὰ ὁποία ὁ Ἅγιος ἐδέχθη μόνο ἕνα μικρὸ τεμάχιο γῆς στὴν ἐπισκοπή του, ὀνομαζόμενον Ὀμφάλιον, ὅπου ἔκτισε Ναόν. Στὴν τοποθεσία αὐτὴ σώζονται ἐρείπια ἀρχαίου ναοῦ, ποὺ χρονολογεῖται ὅμως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου. Εἶναι πιθανὸ ὁ νεότερος αὐτὸς ναὸς νὰ οἰκοδομήθηκε ἐπὶ τῶν θεμελίων ἐκείνου, τὸν ὁποῖο ἔχτισε ὁ Ἅγιος, διότι κατὰ τὶς ἀνασκαφὲς βρέθηκε καὶ παλαιοχριστιανικὸ ὑλικό.
     Μετὰ ἀπὸ μία ζωὴ γεμάτη δράση, ἀγῶνες γιὰ τὴν πίστη ἀλλὰ καὶ θαυμαστὰ ἔργα, ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ σὲ μεγάλη ἡλικία, καὶ ἐνταφιάσθηκε πλησίον τοῦ ἀνωτέρου ναοῦ σὲ μνημεῖο, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν παράδοση εἶχε ὁ ἴδιος ἑτοιμάσει 
. Ἡ μνήμη του τελεῖται τὴν 30ην Ἀπριλίου καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του τὴν 29ην Σεπτεμβρίου.
     Πολλοὶ ναοὶ ἔχουν κτισθῆ πρὸς τιμὴν του καθῶς καὶ ὁ μεγαλοπρεπὴς Μητροπολιτικὸς Ἱερὸς Ναὸς τῆς Παραμυθιᾶς. Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ κάτοικοι τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Παραμυθίας καὶ τῆς γύρω περιοχῆς φέρουν τὸ ὄνομα Δονάτος.
     Τὸ Ἅγιον Λείψανόν του μετεφέρθη κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Σταυροφοριῶν στὴν Δύση, καὶ σήμερα βρίσκεται ἀποθησαυρισμένο στὸν Ἱερὸ Ναὸ Μαρίας καὶ Δονάτου στὸ Murano τῆς Βενετίας. 
Μέρος τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Δονάτου διὰ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Παραμυθίας κ.κ. Τίτου καὶ τοῦ Παναγιωτάτου καί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, μετεκομίσθη τὴν 29ην Σεπτεμβρίου 2000 ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Παναγίας τοῦ Murano τῆς Βενετίας εἰς τὴν Παραμυθίαν καὶ ἐναπετέθη μετὰ πάσης εὐλαβείας καὶ λαμπρότητος εἰς τὸν ὁμώνυμον μεγαλοπρεπῆ Ἱερὸν Ναόν.
Τό Ἱερόν Λείψανον τοῦ Ἁγίου Δονάτου:
     Ὁ Ἅγιος Δονάτος ἔζησε σ’ ἕνα πολιτισμικὸ περιβάλλον, ὅπως ἡ Ἤπειρος, περὶ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰώνα, ἡ ὁποία εὑρισκόταν στὸ ὅριο μεταξὺ τῆς Ἑλληνικῆς καὶ τῆς Λατινικῆς γλωσσολογικῆς περιοχῆς. Ἔχοντας εἰσέλθει μὲ καθυστέρηση στὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ἀρχικὸ ἁγιογραφικὸ του dossier συνετέθη σέ ἑλληνικὴ γλώσσα, ἀλλά, ὅπως ἔδειξε ἡ Enrica Follieri, αὐτὸ συνέβη κατὰ ἕνα τμῆμα στὴ Μεσημβρινὴ Ἑλληνόφωνη Ἰταλία καὶ ἀκριβῶς στὴν Καλαβρία, ὅπου ἡ πόλη τῆς Εὐροίας (σήμερα Umbriatico) διεκδικοῦσε τὴν ἵδρυσή της ἀπὸ πρόσφυγες τῆς ὁμώνυμης πόλεως τῆς Ἠπείρου. Τὸ σκήνωμα τοῦ μυροβλήτου αὐτοῦ Ἁγίου, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν ὁ Ἀνδρέας Dandolo καὶ ὁ Pietro Calo ἀπὸ τὴν Chioggia, 
τὸ ἔφερε στὴ λιμνοθάλασσα τὸ ἔτος 1126 ὁ Δόγης Δομήνικος Μιχαήλ (Michiel), ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν ἴδια ἀποστολὴ στὴν Παλαιστίνη (1122-1125), κατὰ τὴν ὁποία εἶχε ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴ Χίο τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου, σὲ μία στιγμὴ ὀξείας διαμάχης μὲ τὸν Ἰωάννη Β΄ Κομνηνὸ. Παίρνοντάς το ἀπὸ τὸ Ἰονικὸ νησὶ τῆς Κεφαλλονιᾶς τὸ τοποθέτησε στὸ Μουράνο, στὴν ἐπισκοπὴ τοῦ Torcello, στὸ ναὸ τῆς Παναγίας (Santa Maria), ποὺ ἑτοιμαζόταν νὰ ἀνοικοδομήσει σὲ εὐρύτερη μορφή. Τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου εἶναι ἐνδεδυμένο μὲ ἐπισκοπικὰ ἄμφια καὶ ἡ κάρα αὐτοῦ καλυμμένη ἀπὸ ἕνα γύψινο προσωπεῖο, φτιαγμένο τὸ ἔτος 1964. Σήμερα εὑρίσκεται ἐπάνω στὴν κεντρικὴ Ἁγία Τράπεζα τῆς Βασιλικῆς, ἐνῶ ὥς τὸ ἔτος 1719 εὑρισκόταν στὸ προσκείμενο Βαπτιστήριο καὶ ὑπῆρξε ἀντικείμενο ἀναγνωρίσεως τὸ ἔτος 1991.
     
Τὸ λείψανο μετακομίσθηκε ἀπὸ τὴν Ἤπειρο περὶ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰώνα, ἐξαιτίας τῶν ὁμαδικῶν μεταναστεύσεων τῶν Ἰλλυρικῶν πληθυσμῶν, ποὺ εἶχαν προκληθεῖ ἀπὸ τὴν ἀβαροσλαβικὴ ἐπιδρομή. Ὁδηγούμενοι ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τους καὶ παίρνοντας μαζί τους τὶς ἱερὲς μνῆμες τῆς πατρίδας τους, ἔψαχναν καταφύγιο στὶς νησιωτικὲς ζῶνες. Γνωρίζουμε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῆς ἀλληλογραφίας τοῦ Πάπα Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου ὅτι ὁ πληθυσμὸς τῆς Εὐροίας μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ἰωάννη εἶχε καταφύγει στὴν Κέρκυρα, στὴν πόλη τῆς Κασσιώπης, στὴ βορειοανατολικὴ ἀκτὴ τοῦ νησιοῦ, δημιουργώντας εὐαίσθητα θέματα κανονικῆς-ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας στὸν τοπικὸ Ἐπίσκοπο, τὸν Αlcisone. Ὁ Πάπας ἐπιβεβαιώνει στὸν τελευταῖο τὴν ἀκεραιότητα καὶ κανονικότητα τῆς ἐπισκοπικῆς του δικαιοδοσίας, τονίζοντας πάντως τὸ δικαίωμα τοῦ Ἐπισκόπου Ἰωάννου 
Εὐροίας νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Κέρκυρα μὲ τοὺς Χριστιανούς του καὶ νὰ τοποθετήσει τὸ λείψανο στὴν τοπικὴ ἐκκλησία, τὴν ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Ἰωάννη. Οἱ πηγές μᾶς ἀφήνουν στὸ σκοτάδι σχετικὰ μὲ τὶς περιπέτειες τοῦ λειψάνου ἀνάμεσα στὴν ἀρχὴ τοῦ 7ου  αἰώνα, ὅταν ἐμφανίζεται στὴν Κέρκυρα, καὶ τὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ 12ου αἰώνα, ὅταν τὸ εὑρίσκουμε ἀντίθετα στὸ κοντινὸ νησὶ τῆς Κεφαλλονιᾶς, ἔτσι ὥστε ὁ Α. Νiero νὰ ἀμφιβάλει γιὰ τὸ ἂν πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο.
     Ἡ Follieri παρατηρεῖ εὐκαιριακὰ ὅτι ἡ Βενετσιάνικη λατρεία γιὰ τὸν Ἅγιο Δονάτο, ποὺ ἔφθασε στὴ λιμνοθάλασσα μὲ τὸ σῶμα τοῦ μυροβλήτου Ἁγίου, ἄφησε ἀνέγγιχτη τὴν προσωπικὴ φυσιογνωμία τοῦ Ἠπειρώτη Ἐπισκόπου, τὴ συγκεχυμένη, ἀντίθετα, στὸ ὑπόλοιπο τοῦ Λατινικοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν ὁμοιότητα στὶς προσωπικές του περιπέτειες, ὅπως ἤδη ἐμφανίζεται στὴν Ἰταλοελληνικὴ παράδοση, πρὸς ἐκεῖνες τοῦ ὁμώνυμου Ἐπισκόπου του Ἀρητίου (Arezzo), ποὺ ἐμαρτύρησε τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Ἀποστάτου.
       Τὰ Βενετσιάνικα ἡμερολόγια ἀναφέρουν τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου στὶς 30 Ἀπριλίου, τὴν ἴδια ἡμερομηνία τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου στὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ ἤδη ἡ Λατινικὴ μετάφραση τῆς Vita brevior καὶ ἡ Ἰταλοελληνικὴ Vita amplior (ὅπως ἀκριβῶς τὰ Ἰταλό-ἑλληνικὰ μηναῖα) τοποθετοῦν τὴ γενέθλια ἡμέρα του στὶς 7 Αὐγούστου, ποὺ εἶναι ὅμως ἡ ἡμερομηνία τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἀρετινοῦ Ἐπισκόπου (Arezzo).
πηγη.Ι.Μ.ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ

Τι φταίει για το αδιέξοδο του βίου;

Τι φταίει για το αδιέξοδο του βίου;


Τι φταίει για το αδιέξοδο του βίου;
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Φαίνεται πως κάποια αδιέξοδα του βίου μάς αναγκάζουν να αναζητήσουμε τις αιτίες και να διερωτηθούμε τι φταίει. Ασφαλώς η ανθρώπινη μηχανουργία αναζητά αλλού και όχι στον εαυτό της το λόγο. Όταν όμως στραφεί στο ίδιο πρόσωπο, θα βεβαιωθεί ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο, όσο οδυνηρό και να είναι αυτό.
Η Εκκλησία μάς λέει ότι η βάση όλων των αμαρτιών είναι η φιλαυτία, η αγάπη του εαυτού μας. Είναι δηλαδή ένας εγωκεντρισμός που εκφράζεται είτε με φιληδονία είτε με φιλαργυρία είτε με φιλοδοξία. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης τα ονομάζει αυτά «κόσμο», και μας προτρέπει να «μην αγαπάμε τον κόσμο, μήτε όσα είναι του κόσμου. Αν κάποιος αγαπάει τον κόσμο, δεν έχει μέσα του την αγάπη για τον Πατέρα. Γιατί όλα όσα είναι του κόσμου – οι αμαρτωλές επιθυμίες του εγώ, η λαχτάρα ν’ αποκτήσουμε ό,τι βλέπουν τα μάτια μας και η υπεροψία πως κατέχουμε γήινα αγαθά - δεν προέρχονται από τον Πατέρα αλλά από τον αμαρτωλό κόσμο» (Α΄Ιω.2,15-16).
Ο Χριστός μίλησε για την πρώτη και κύρια εντολή της αγάπης προς το Θεό και τον πλησίον. Αντιλαμβανόμαστε ότι η αμαρτία της φιλαυτίας αναιρεί την εντολή της αγάπης, όπως και το αντίθετο. Ο αγώνας που καλείται ο χριστιανός να κάνει, αν θέλει να είναι συνεπής με τον εαυτό του και την κλήση του, είναι βασικά ενάντια στη φιλαυτία του.
Η Εκκλησία, ως νοσοκομείο, με την όλη θεραπευτική αγωγή της, μας βοηθά να νικήσουμε τον εγωκεντρισμό και να ζήσουμε την κοινωνία της αγάπης. Γι’ αυτό προτείνει την εκκλησιαστική κοινότητα ως σχέση με τους εν Χριστώ αδελφούς, ως συμμετοχή στη ζωή τους, ως θυσία και θάνατο «για να ζήσει ο άλλος».
Όσοι κατάθεσαν τη θέλησή τους, το πέτυχαν. Όσοι υποκρίθηκαν ότι θέλουν, απέτυχαν. Οι πρώτοι αμείφτηκαν με χαρά πολλή, καρδιακή ειρήνη, ελπίδα αναστάσεως, ζωντάνια και καθαρό πρόσωπο. Δηλαδή σημεία που δείχνουν το Θεό ανάμεσά μας. Οι δεύτεροι θλίψη, αδιέξοδα, μιζέρια, κάποια ικανοποίηση αλλά όχι χαρά, συναισθηματική ευφροσύνη αλλά όχι χάρη.
Όπως ο λανθασμένος τρόπος βιολογικής ζωής θα φέρει κάποια στιγμή αρρώστια στο σώμα, έτσι και η επιφανειακή πνευματική ζωή θα φέρει αδιέξοδα στην ψυχή. Είναι η ευκαιρία να «έλθουμεν εις εαυτόν» και ν’ αναθεωρήσουμε την πορεία. Αν ψάξουμε αλλού και όχι στην ουσία την αιτία των αδιεξόδων μας, χάσαμε την ευκαιρία για αναθεώρηση και βαδίζουμε όχι απλά τον ίδιο δρόμο αλλά σε βάραθρο.
Είναι προτιμότερο ο άνθρωπος, ελεύθερα και αποφασιστικά, να λέει «δεν θέλω να ζήσω τη ζωή της Εκκλησίας», με ό,τι σημαίνει αυτό, παρά να λέει «θέλω να ζήσω», αλλά η ζωή του να δείχνει έντονα «την αγάπη του κόσμου».
Άλλο, βέβαια, είναι ο άνθρωπος να θέλει και να το παλεύει ως αδύνατος και άλλο να υποκρίνεται στον εαυτό του. Στην πρώτη περίπτωση συνεργεί ο Θεός ως παντοδύναμος, στη δεύτερη αντιτάσσεται όπως έγινε με τους Φαρισαίους της εποχής Του. Δεν είναι έτσι;
πηγη.isagiastriados

Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Ἡ τελευταία Ἐξομολόγηση

Ἡ τελευταία Ἐξομολόγηση
Ἄγνωστος συγγραφεύς

 
 
(Ἀληθινὴ ἱστορία)

Τὸ παρακάτω κείμενο εἶναι μία ἀληθινὴ ἱστορία μεταφρασμένη ἀπὸ τὸ παράνομο ρωσικὸ θρησκευτικὸ περιοδικὸ Ἐλπίδα («Ναντιέζντα») ἀρ. 9. Ἀποτελεῖ κεφάλαιο ἑνὸς βιβλίου ποὺ περιγράφει τὴν ζωὴ τοῦ π. Ἀρσενίου, ἑνὸς ἁγίου ἱερέως ποὺ ἔδρασε μέσα στὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως.

***

Ἡ ἐπιθεώρησις τελείωσε. Οἱ κρατούμενοι ὠδηγήθηκαν μὲ φωνὲς καὶ βία πίσω στοὺς θαλάμους τους, ὁ καθένας σύμφωνα μὲ τὸν ἀριθμό του, καὶ ἡ πόρτα κλειδώθηκε. Ὑπῆρχε ἀκόμη χρόνος πρὶν ἀπὸ τὸν ὕπνο γιὰ νὰ κουβεντιάσουν μεταξύ τους, ν’ ἀνταλλάξουν ἐντυπώσεις ἀπὸ τὸ στρατόπεδο, νὰ ποῦν τὰ νέα τῆς ἡμέρας, νὰ νικήσουν κάποιον στὸ ντόμινο ἢ νὰ ξαπλώσουν στὶς σανίδες τῆς κουκέτας τους καὶ ν’ ἀναπολήσουν τὸ παρελθόν. Δύο ὧρες ἀργότερα ὁ ἦχος τῶν συνομιλιῶν ἀκουγόταν ἀκόμη, ὅμως σιγὰ-σιγὰ ὑποχώρησε καὶ βασίλεψε ἡ σιωπή, καθὼς οἱ κρατούμενοι παραδόθηκαν στὸν ὕπνο.

Ἀρκετὴ ὥρα μετὰ τὸ κλείδωμα τοῦ θαλάμου ὁ π. Ἀρσένιος στάθηκε πλάι στὰ ξύλινα κρεβάτια καὶ προσευχήθηκε· ἔπειτα ξάπλωσε κι αὐτὸς καὶ συνεχίζοντας τὴν προσευχὴ ἀποκοιμήθηκε.

Ὡς συνήθως, ἦταν ἕνας ὕπνος ἀνήσυχος. Γύρω στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα ἔνιωσε κάποιον νὰ τὸν σκουντάη. Ἀνακάθισε καὶ ἀντίκρυσε τὴν ἀνήσυχη σιλουέτα ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ψιθύριζε:

“Πάμε γρήγορα! Ὁ διπλανός μου πεθαίνει καὶ σὲ ζητάει!”.

Βρῆκαν τὸν ἑτοιμοθάνατο στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ θαλάμου. Ἦταν ξαπλωμένος ἀνάσκελα· ἡ ἀναπνοὴ του ἦταν βαρειὰ καὶ ἀκανόνιστη, τὰ μάτια του διάπλατα ἀνοιχτὰ κατὰ τρόπο ἀφύσικο.

“Με συγχωρεῖς… Σὲ χρειάζομαι… Πεθαίνω…”. Κοίταξε τὸν π. Ἀρσένιο καὶ πρόσθεσε σταθερά: “Κάθησε”.

Ὁ π. Ἀρσένιος κάθησε στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ. Τὸ φῶς ἀπὸ τὸν διάδρομο παίρνοντας σχῆμα ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς κουκέτες φώτιζε ἀδύναμα τὸ πρόσωπο τοῦ ἑτοιμοθανάτου κρατουμένου, ποὺ καλυπτόταν ἀπὸ χονδρὲς σταγόνες ἱδρῶτος. Τὰ μαλλιὰ του ἦταν ἀνακατωμένα, τὰ χείλη του σφιγμένα ἀπὸ τὸν πόνο. Ἦταν ἐξαντλημένος καὶ τὸ πρόσωπό του εἶχε μία νεκρικὴ χλωμάδα. Τὰ μάτια του ὅμως ἦταν διάπλατα ἀνοιχτὰ καὶ κοιτοῦσαν τὸν π. Ἀρσένιο σὰν δύο ἀναμμένοι πυρσοί. Σ’ αὐτὰ τὰ δύο μάτια ἀντικατοπτριζόταν τώρα ὅλη ἡ πορεία τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Πέθαινε. Ἄφηνε αὐτὴ τὴ ζωὴ κουρασμένος καὶ γεμάτος πόνο. Ἀλλὰ κρατιόταν ἀκόμα ἀπὸ μία τελευταία ἐπιθυμία: νὰ δώση λόγο γιὰ ὅλα στὸν Θεό.

“Εξομολόγησέ μέ, συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες μου. Εἶμαι μοναχὸς μὲ μυστικὴ κουρά”.

Οἱ διπλανοί του κρατούμενοι πῆγαν νὰ κοιμηθοῦν ἀλλοῦ. Ὅλοι ἔβλεπαν ὅτι ὁ θάνατος εἶχε φθάσει. Ἀκόμη καὶ σ’ ἕνα θάλαμο στρατοπέδου κρατουμένων ὑπῆρχε εὐσπλαχνία καὶ συμπάθεια γιὰ τὸν ἑτοιμοθάνατο.

Πλησιάζοντας πιὸ κοντὰ στὸν μοναχὸ καὶ χαϊδεύοντας τὰ κοντά, ἀνακατωμένα μαλλιὰ του ὁ π. Ἀρσένιος ἔσιαξε τὴν τριμμένη κουβέρτα. Μὲ τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι τοῦ μοναχοῦ διάβασε ψιθυριστὰ τὶς εὐχὲς καὶ συγκεντρώνοντας τὴν προσοχὴ του ἑτοιμάστηκε ν’ ἀκούση τὴν ἐξομολόγησι.

“Η καρδιά μου… Δὲν χτυπάει καλά…” ψιθύρισε ὁ ἑτοιμοθάνατος μοναχὸς καὶ λέγοντας τὸ μοναχικό του ὄνομα, «Μιχαήλ», ἄρχισε τὴν ἐξομολόγησί του.

Σκύβοντας πάνω ἀπὸ τὴν ξαπλωμένη σιλουέττα ὁ π. Ἀρσένιος παρακολουθοῦσε μὲ προσοχὴ τὴν φωνὴ ποὺ μόλις ἀκουγόταν, ἐνῶ ἄθελά του κοίταζε μέσα στὰ μάτια τοῦ Μιχαήλ. Μερικὲς φορὲς ὁ ψίθυρος σταματοῦσε καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀκουγόταν ἦταν τὸ σφύριγμα ἀπὸ τὸ στῆθος του. Ὁ Μιχαὴλ ἔπαιρνε ἀπεγνωσμένα ἀέρα ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἄλλοτε πάλι σώπαινε ἐντελῶς καὶ φαινόταν σὰν νὰ εἶχε ἔρθει ὁ θάνατος. Τὰ μάτια του ὅμως συνέχιζαν νὰ κινοῦνται καὶ κοιτάζοντας μέσα σ’ αὐτὰ ὁ π. Ἀρσένιος διάβαζε ὅλα ὅσα ὁ ψίθυρος προσπαθοῦσε νὰ ἐκφράση.

Ὁ π. Ἀρσένιος εἶχε ἐξομολογήσει πολλοὺς στὰ τελευταῖα τους καὶ αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἐξομολογήσεις ἦταν πάντα κάτι τὸ βαθειὰ συγκινητικό. Τώρα ὅμως, ἀκούγοντας τὴν ἐξομολόγησι τοῦ Μιχαήλ, ὁ π. Ἀρσένιος ἔβλεπε ξεκάθαρα ὅτι μπροστά του βρισκόταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε φτάσει σὲ σπάνια ἐπίπεδα πνευματικῆς τελειώσεως.

Ἕνας ἄνθρωπος δίκαιος πέθαινε, ἕνας ἄνθρωπος προσευχῆς, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἀφιερώσει τὴ ζωή του στὸν Θεὸ καὶ στὸν συνάνθρωπο μέχρι τελευταίας πνοῆς.

Ἕνας ἄνθρωπος δίκαιος πέθαινε καὶ ὁ π. Ἀρσένιος ἄρχισε νὰ συνειδητοποιεῖ ὅτι ὁ ἱερεὺς Ἀρσένιος ἦταν μικρὸς καὶ ἀσήμαντος μπροστά του, ὅτι δὲν ἦταν κἄν ἄξιος νὰ φιλήση τὴν ἄκρη τῶν ἐνδυμάτων του.

Ὁ ψίθυρος διακοβόταν ὅλο καὶ πιὸ συχνά, ἀλλὰ τὰ μάτια ἔλαμπαν ἀπὸ ζωὴ καὶ μέσα τους, μέσα σ’ αὐτὰ τὰ δύο μάτια, ὁ π. Ἀρσένιος, ὅπως καὶ πρίν, τὰ διάβαζε ὅλα. ὅλα ὅσα ὁ ἑτοιμοθάνατος λαχταροῦσε νὰ ἐκφράσει.

Στὴν ἐξομολόγησί του ὁ Μιχαὴλ ἔγινε δικαστὴς τοῦ ἑαυτοῦ του· καὶ τὸν δίκασε αὐστηρά, χωρὶς ἔλεος. Μερικὲς φορὲς ἔμοιαζε σὰν νὰ ἀπομακρυνόταν ἀπ’ τὸν ἑαυτό του, σὰν νὰ ‘βλέπε κάποιον ἄλλον νὰ πεθαίνη. Κι ἦταν ἐκεῖνον τὸν ἄλλον ποὺ δίκαζαν τώρα μαζὶ μὲ τὸν π. Ἀρσένιο.

Ὁ π. Ἀρσένιος ἔβλεπε τὴν ἐπίγεια ζωὴ τοῦ Μιχαὴλ σὰν ἕνα καράβι βαρυφορτωμένο μὲ βάσανα καὶ θλίψεις —παλιὲς καὶ τωρινές— νὰ ἀπομακρύνεται πιὰ ἀπ’ αὐτὸν καὶ νὰ κατευθύνεται πρὸς τὴ μακρυνὴ χώρα τῆς λησμοσύνης. Τώρα ἔμενε μόνο νὰ πετάξη ἔξω ὅλα τὰ ἄχρηστα, ὅλα τὰ περιττὰ καὶ ἐπουσιώδη καὶ νὰ παραδώση τὰ χρήσιμα στὰ χέρια τοῦ ἱερέως, ποὺ ἐνδεδυμένος μὲ τὴν δύναμι τοῦ Θεοῦ θὰ τοῦ ἔδινε τὴν συγχώρησι καὶ τὴν ἄφεσι ὅλων ὅσων εἶχε διαπράξει.

Στὰ λίγα λεπτὰ ζωῆς ποὺ τοῦ ἔμεναν ὁ μοναχὸς Μιχαὴλ ἔπρεπε νὰ τὰ παραδώση ὅλα στὸν π. Ἀρσένιο, νὰ τὰ ἁπλώση ὅλα ἀνοιχτὰ μπροστὰ στὸν Θεό, νὰ ἀναγνωρίση τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἔχοντας καθαρίσει τὸν ἑαυτό του στὸ δικαστήριο τῆς δικῆς του συνειδήσεως, νὰ σταθῆ κατόπιν μπροστὰ στὸ Κριτήριο τοῦ Θεοῦ.

Ἕνας κρατούμενος πέθαινε, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τόσοι ἄλλοι εἶχαν πεθάνει μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ π. Ἀρσενίου. Τοῦτος ὁ θάνατος ὅμως τὸν ἐπηρέασε ὅσο ποτὲ κανένας ἄλλος. Ἔτρεμε καθὼς συνειδητοποιοῦσε ὅτι ὁ Κύριος μὲ τὸ πολὺ ἔλεός Του τὸν εἶχε ἀξιώσει νὰ ἐξομολογήση κάποιον ποὺ ἀνῆκε στὴ χορεία τῶν δικαίων.

Τούτη τὴ φορὰ ὁ Κύριος ἀπεκάλυπτε ἕναν μεγάλο Του θησαυρό, ποὺ τόσο καιρὸ καὶ μὲ τόση ἀγάπη εἶχε καλλιεργήσει. Ἔδειχνε σὲ ποιὰ ὕψη πνευματικῆς τελειότητος μποροῦν νὰ φθάσουν ὅσοι ἀγαποῦν τὸν Θεὸ μὲ ἀγάπη ἀνεξάντλητη, ὅσοι σηκώνουν τὸν ζυγὸ καὶ τὸ φορτίο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ βαστάζουν μέχρι τέλους. Ὅλα αὐτὰ ὁ π. Ἀρσένιος τὰ ἔβλεπε καὶ τὰ καταλάβαινε.

Οἱ ἀπίστευτα πολύπλοκες περιστάσεις τῆς σύγχρονης ζωῆς μόνο ἐμπόδια καὶ προσκόμματα θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν προσφέρει στὴν κατὰ Θεὸν πορεία κάποιου: ἐπαναστατικὲς ζυμώσεις, προσωπολατρεῖες, πολύπλοκες ἀνθρώπινες σχέσεις, ἐπίσημη ἀθεΐα τοῦ κράτους, ποδοπάτημα τῆς πίστεως, ἠθικὴ κατάπτωσις, διαρκὴς ἀστυνόμευσις καὶ καταδόσεις, ἔλλειψις πνευματικοῦ ὁδηγοῦ. Ἡ ἐξομολόγησις τοῦ ἑτοιμοθανάτου μοναχοῦ ὡστόσο ἔδειχνε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος μὲ βαθειὰ πίστι μπορεῖ ὅλα αὐτά, κάθε τι ποὺ θὰ σταθῆ στὸν δρόμο του, νὰ τὰ ὑπερνίκηση καὶ νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Θεό.

Δὲν ἦταν οὔτε σκήτη οὔτε ἀπομονωμένο μοναστήρι ὁ χῶρος ὅπου ὁ Μιχαὴλ εἶχε διανύσει τὴν κατὰ Θεὸν πορεία του. Ἀντίθετα, ἦταν ὁ θόρυβος τῆς ζωῆς, ἡ βρωμιά της, ἡ σκληρὴ μάχη μὲ τὶς γύρω δυνάμεις τοῦ κακοῦ, τὴν ἄρνησι καὶ τὴν στρατευμένη ἀθεΐα. Εἶχε δεχθῆ πολὺ λίγη πνευματικὴ καθοδήγησι. Ὑπῆρξαν κατὰ διαστήματα κάποιες συναντήσεις μὲ δύο-τρεῖς ἱερεῖς καὶ ἕνας σχεδὸν ὁλόκληρος χρόνος ποὺ τὸν πέρασε χαρούμενα σὲ στενὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἐπίσκοπο Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἔκειρε μοναχό. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὰ δύο-τρία σύντομα γράμματα τοῦ ἐπισκόπου ἀπέμεινε μόνο ὁ ἀκλόνητος καὶ φλογερὸς πόθος του νὰ προχωρῆ μπροστά, ὅλο μπροστά, στὸν δρόμο πρὸς τὸν Κύριο.

“Ακολούθησα ἄραγε τὸν δρόμο τῆς πίστεως; Πῆρα σωστὰ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ; Ἢ μήπως ἔχασα τὸν δρόμο; Δὲν ξέρω”, εἶπε ὁ Μιχαήλ. Ὁ π. Ἀρσένιος ὅμως ἔβλεπε ὅτι ὁ Μιχαὴλ ὄχι μόνο δὲν εἶχε παρεκκλίνει καθόλου ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ τοῦ εἶχε δείξει ὁ ἐπίσκοπος Θεόδωρος, ἀλλὰ εἶχε κιόλας προχωρήσει πάρα πολὺ σ’ αὐτόν, ἔχοντας φθάσει καὶ ξεπεράσει τοὺς ὁδηγούς του.

Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Μιχαὴλ ἦταν μία μάχη «ἐν πορείᾳ», μία μάχη γιὰ πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ τελείωσι μέσα στὴ βαναυσότητα τῆς σύγχρονης ζωῆς. Καὶ ὁ π. Ἀρσένιος καταλάβαινε ὅτι ὁ Μιχαὴλ εἶχε κερδίσει αὐτὴ τὴ μάχη, τὴ μάχη ποὺ ἔδωσε μόνος ἐναντίον τοῦ κακοῦ ποὺ τὸν περικύκλωνε. Καθὼς ἔζησε μέσα στὸν κόσμο, ἀφιερώθηκε στὴν ἐπιτέλεσι ἀγαθοεργιῶν στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Κράτησε μέσα στὴν καρδιά του σὰν ἀναμμένο πυρσὸ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου: «Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ».

Ὁ π. Ἀρσένιος συνειδητοποιοῦσε τὸ μεγαλεῖο, τὴν τελειότητα τοῦ πνεύματος τοῦ Μιχαήλ. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἀναγνώριζε καὶ τὴ δική του ἀθλιότητα καὶ ἱκέτευε θερμὰ τὸν Κύριο νὰ δώση σ’ αὐτόν, τὸν ἱερέα Του Ἀρσένιο, τὴ δύναμι νὰ ἀνακουφίση τὰ βάσανα τοῦ μονάχου σ’ αὐτὲς τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ἦταν στιγμὲς ποὺ ὁ π. Ἀρσένιος αἰσθανόταν ἐντελῶς ἀνήμπορος. Τὴν ἴδια ὥρα ὅμως ἔνιωθε νὰ ἐμψυχώνεται ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Μιχαήλ, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιθανάτια ἐξομολόγησι ἀπεκάλυπτε μπροστά του τὶς θαυμαστὲς ὁδοὺς τοῦ Κυρίου, διδάσκοντας καὶ ὁδηγώντας τον στὸ δρόμο τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως.

Ἔφτασε καὶ ἡ ὥρα ποὺ ὁ Μιχαὴλ εἶχε πιὰ παραδώσει στὸν ἱερέα —καὶ διὰ μέσου ἐκείνου στὸν Θεὸ— ὅλα ὅσα βάραιναν τὴν καρδιά του. Τὰ μάτια του κοίταζαν ἐρωτηματικὰ τὸν π. Ἀρσένιο. Ὡς ἱερεύς, παίρνοντας ἀπὸ τὸν ἑτοιμοθάνατο μοναχὸ τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ κρατώντας το στὰ χέρια του, ὁ π. Ἀρσένιος ἔτρεμε· ἔτρεμε πάλι μὲ τὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀναξιότητος καὶ ἀνθρώπινης ἀδυναμίας του. Ἀπαγγέλλοντας τὴν συγχωρητικὴ εὐχὴ στὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ Μιχαὴλ μοναχό, ὁ π. Ἀρσένιος ἀπὸ μέσα του ἔκλαιγε. Κατόπιν, μὴ μπορώντας νὰ κρατηθῆ, ξέσπασε σὲ δάκρυα.

Ὁ Μιχαὴλ σήκωσε τὰ μάτια του καὶ κοίταξε πρὸς τὸν π. Ἀρσένιο. “Ευχαριστώ… Εἰρήνευε… Ἦρθε ἡ ὥρα… Προσεύχου γιὰ μένα ὅσο πατᾶς σ’ αὐτὴ τὴ γῆ· ἔχεις ἀκόμη πολὺ δρόμο μπροστά σου… Σὲ παρακαλῶ, πάρε τὸ κασκέτο μου. Ἐκεῖ μέσα εἶναι ἕνα σημείωμα πρὸς δύο ἀνθρώπους μὲ μεγάλη ψυχὴ καὶ μεγάλη πίστι. Πολὺ μεγάλη. Ὅταν ἀφεθῆς ἐλεύθερος, πήγαινέ τους τὸ σημείωμα αὐτό. Σὲ χρειάζονται καὶ τοὺς χρειάζεσαι… Ράψε πάλι τὸν ἀριθμὸ στὸ κασκέτο. Καὶ προσεύχου στὸν Κύριο γιὰ τὸν μοναχὸ Μιχαήλ”.

Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως ἔμοιαζε σὰν νὰ ἦταν μόνοι τους· σὰν τάχα ὁ θάλαμος καὶ οἱ ἔνοικοί του, ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς φυλακῆς, ὅλα νὰ εἶχαν γίνει πολὺ ἀπόμακρα· ὅλα νὰ εἶχαν περιέλθει σ’ ἕνα εἶδος ἀνυπαρξίας. Παρέμενε μόνο ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ προσευχὴ τῶν καρδιῶν τους καὶ ἡ σιωπηλὴ πνευματικὴ ἕνωσι ποὺ τοὺς ἔδενε καὶ τοὺς ἔφερνε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.

Κάθε ἀγωνία καὶ ταραχὴ σταμάτησε· κάθε τι γήινο χάθηκε. Ὑπῆρχε ὁ Θεός. Καὶ τώρα ἡ μία ψυχὴ πήγαινε νὰ Τὸν συναντήση, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἀξιωνόταν νὰ παρακολουθήση ἕνα μεγάλο μυστήριο: τὸν θάνατο, τὴν ἀναχώρησι ἀπὸ τὴν ζωή.

Ὁ ἑτοιμοθάνατος μοναχὸς κράτησε σφιχτὰ τὸ χέρι τοῦ π. Ἀρσενίου καὶ προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε μὲ τόση αὐτοσυγκέντρωση ὥστε ἀποξενώθηκε ἐντελῶς ἀπὸ τὸ περιβάλλον. Ἐσωτερικὰ ὁ π. Ἀρσένιος πλησίασε ἀκόμα πιὸ πολὺ κοντά του. Μὲ εὐλάβεια καὶ χωρὶς διαλογισμοὺς πάλευε ν’ ἀκολουθήση τὸν μοναχὸ στὴν προσευχή του.

Ἔπειτα ἦρθε ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου. Τὰ μάτια τοῦ ἑτοιμοθάνατου φωτίσθηκαν ἔντονα μὲ μία ἤρεμη ἔκστασι. Τὰ λόγια του μόλις ἀκούγονταν: “Κύριε, μὴ μὲ ἀπόρριψης!”.

Ἀνασηκώνοντας τὸ κορμί του ἀπὸ τὸ κρεβάτι, ὁ Μιχαὴλ ἄνοιξε τὰ χέρια καὶ ἐπανέλαβε δυνατά: “Κύριε! Κύριε!”. Ἄδραξε πάλι μπροστά, ἀλλὰ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ἔπεσε πίσω ἀνάσκελα καὶ τὸ κορμὶ του ἀμέσως χαλάρωσε.

Συγκλονισμένος ὁ π. Ἀρσένιος ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται· ὄχι γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν σωτηρία τοῦ κοιμηθέντος μοναχοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ εὐχαριστήση. Νὰ εὐχαριστήση γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο, νὰ ἀξιωθῆ νὰ δῆ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀθέατο στὰ μάτια καὶ ἀκατανόητο στὸν νοῦ, ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τὸ πιὸ κρυφὸ ἀπ’ ὅλα τὰ μυστήρια: τὸν θάνατο τοῦ δικαίου.

Ὅταν σηκώθηκε ὁ π. Ἀρσένιος, ἔσκυψε πάνω στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ Μιχαήλ. Τὰ μάτια του ἦταν ἀκόμη ἀνοιχτά, ἀκόμη γεμᾶτα φῶς. Ὅμως τὸ φῶς σιγὰ-σιγὰ χλώμιαζε καὶ τὴν θέσι του ἔπαιρνε μία ἀνεπαίσθητη καταχνιά. Τὰ βλέφαρα ἔκλεισαν ἀργά, μία σκιὰ διέτρεξε τὸ πρόσωπο, καὶ στὸ πέρασμά της ἐκεῖνο ἔγινε ἀμέσως ἐπιβλητικό, γαλήνιο, θριαμβευτικό.

Σκυμμένος πάνω στὸ λείψανο ὁ π. Ἀρσένιος προσευχόταν. Ἂν καὶ μόλις εἶχε γίνει μάρτυς τοῦ θανάτου αὐτοῦ τοῦ νέου μοναχοῦ, δὲν ἔνιωθε λύπη. Ἀντίθετα, ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ εἰρήνη καὶ ἐσωτερικὴ ἀγαλλίασι. Εἶχε γνωρίσει ἕναν δίκαιο τοῦ Θεοῦ, εἶχε γευθῆ τὸ ἔλεός Του, εἶχε δεῖ τὴν δόξα Του.

Προσεκτικὰ ὁ π. Ἀρσένιος τακτοποίησε τὰ ροῦχα στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ, ἔκανε βαθειὰ ὑπόκλισι μπροστά του καὶ ξαφνικὰ συνειδητοποίησε ὅτι ἦταν ἀκόμη στὸ θάλαμο ἑνὸς στρατοπέδου «μὲ αὐστηρὸ καθεστὼς κρατήσεως». Σὰν ἀστραπὴ πέρασε ἡ σκέψις ἀπὸ τὸ μυαλό του: Αὐτὸ τὸ στρατόπεδο εἶχε μόλις δεχθῆ μίαν ἐπίσκεψι τοῦ Θεοῦ, τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ εἶχε ἔρθει νὰ παραλάβη τὴν ψυχὴ τοῦ δικαίου Μιχαήλ.

Μόνο λίγη ὥρα ἀπόμενε μέχρι τὸ ἐγερτήριο. Ὁ π. Ἀρσένιος πῆρε τὸ κασκέτο τοῦ Μιχαήλ, τύπωσε στὴ μνήμη τὸν ἀριθμὸ καὶ πῆγε νὰ ἐνημερώση τὸν θαλαμάρχη γιὰ τὸν θάνατο. Ὁ θαλαμάρχης, ὁ ἀρχαιότερος τῶν καταδίκων, ρώτησε τὸν ἀριθμὸ τοῦ νεκροῦ καὶ ἐξέφρασε τὴν συμπάθειά του.

Οἱ θάλαμοι ξεκλειδώθηκαν. Οἱ κρατούμενοι ἔτρεξαν ἔξω γιὰ τὴν ἐπιθεώρησι καὶ μπῆκαν γρήγορα σὲ σειρές. Ὁ θαλαμάρχης πλησίασε τοὺς ἐπιθεωρητὲς ποὺ στέκονταν στὴν εἴσοδο τοῦ θαλάμου καὶ ἀνέφερε: “Ἔχουμε ἕναν νεκρό, ἀριθμὸς Β 382.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιθεωρητὲς μπῆκε στὸ θάλαμο, κοίταξε τὸν νεκρό, σκούντησε τὸ λείψανο μὲ τὴ μύτη τῆς μπότας του καὶ ἔφυγε. Δύο ὧρες ἀργότερα ἔφθασε ἕνα ἕλκυθρο γιὰ νὰ πάρη τὸ πτῶμα. Ἕνας γιατρὸς τῶν φυλακῶν, ἀπὸ τοὺς καλούμενους «ἐθελοντὲς ἐργασίας», μπῆκε μέσα, διάβηκε μὲ τὸ βλέμμα του ἀπρόσεκτα τὸ νεκρὸ σῶμα, σήκωσε λίγο τὸ ἕνα βλέφαρο μὲ τὸ κλεισμένο σὲ γάντι χέρι του καὶ μ’ ἕνα τόνο ἀπαρέσκειας εἶπε στὴν ὁμάδα ὑπηρεσίας: “Γρήγορα, βάλτε το στὸ κάρρο”.

Διάφορα πτώματα κοίτονταν ἤδη πάνω στὸ ἕλκυθρο. Τὸ σῶμα τοῦ Μιχαὴλ μεταφέρθηκε ἔξω καὶ τοποθετήθηκε πάνω στὰ ἄλλα. Ὁ ὁδηγὸς πῆρε θέσι ἰσορροπώντας τὰ πόδια του ἐπάνω στὰ πτώματα, ποὺ εἶχαν ἤδη ξυλιάσει ἀπὸ τὸ κρύο.

Ἔπεφτε ψιλὸ χιόνι καὶ καθὼς ἀκουμποῦσε στὰ πρόσωπα τῶν νεκρῶν, ἔλυωνε ἀργά. Ἦταν σὰν νὰ ἔκλαιγαν. Κοντὰ στοὺς θαλάμους στέκονταν ἀκόμα οἱ ἐπιθεωρητές, ποὺ συζητοῦσαν μὲ τὸν γιατρό, οἱ κρατούμενοι ὑπηρεσίας καὶ ὁ π. Ἀρσένιος ποὺ ἕσφιγγε τὰ χέρια του στὸ στῆθος καὶ προσευχόταν σιωπηλά.

Τὸ ἕλκυθρο ἄρχισε νὰ κινῆται. Κάνοντας μία βαθειὰ ὑπόκλισι ὁ π. Ἀρσένιος εὐλόγησε τὰ ἄψυχα σώματα καὶ γύρισε πίσω στὸν θάλαμο. Ὁ ὁδηγὸς τίναξε τὰ χαλινάρια καὶ ἔκανε τὰ ἄλογα νὰ ξεκινήσουν ξεστομίζοντας μιὰ βρισιά. Τὸ ἕλκυθρο ἀπομακρύνθηκε ἀργὰ καὶ χάθηκε ἀπὸ τὴ ματιά.
πηγη.ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

Το δώρο της Θείας Λειτουργίας



ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτου
Η ίδια η Θεία Λειτουργία, από την αρχή αρχή της, διακηρύσσει τί ακριβώς είναι: Είναι η ευλογημένη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Δηλαδή η ευλογημένη Βασιλεία του Τριαδικού Θεού, τώρα και πάντοτε και εις τους απέραντους αιώνες των αιώνων.
Ο μόνος τρόπος για να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από το παρελθόν, είναι να του δοθεί ένα μέλλον. Κι ο μόνος που μπορεί να δώσει μέλλον είναι ο Τριαδικός Θεός, που δίνει το μέλλον της Βασιλείας Του. Είναι το μεγαλύτερο δώρο που παίρνει ο άνθρωπος από τώρα και θα παίρνει πάντα, φτάνει να το θέλει. Είναι δώρο Θεού.
Όταν μας δίνουν δώρα, εμείς απλά ευχαριστούμε. Γι’ αυτό και η Θεία Λειτουργία εκτός από Βασιλεία λέγεται και Θεία Ευχαριστία. Η Βασιλεία του Θεού είναι ένα μελλοντικό γεγονός που πρόκειται να έρθει με τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Όμως μέσα στη Λειτουργία γίνεται το μέγα θαύμα να το γευόμαστε από τώρα, μέσα στα Μυστήρια της Εκκλησίας.
Όμως, τι είναι ακριβώς η Θεία Λειτουργία, πώς γίνεται; Για να γίνει η Λειτουργία συνάζονται κατ’ αρχήν οι πιστοί σ’ έναν τόπο, στο ναό του Θεού, στην Εκκλησία. Έτσι από άτομα γίνονται Σύναξη, Ενότητα Πιστών. Ομολογούν δημόσια την ορθόδοξη πίστη τους με το Σύμβολο της Πίστεως, αφού προηγουμένως συγχωρούν ο ένας τον άλλο, με το «αγαπήσωμεν αλλήλους ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν…».
Αλληλοσυγχωρούνται γιατί δεν μπορείς να κοινωνάς χωρίς να έχεις συγχωρέσει και χωρίς να έχεις την ίδια πίστη με τους ορθόδοξους αγίους. Και τότε καλούμε, μέσω του ιερέα και των ψαλτών, το Άγιο Πνεύμα να μεταβάλει τον άρτον και τον οίνον που εμείς προσφέραμε, σε Σώμα και Αίμα Χριστού του Θεού.
Ακολούθως η Θεία Κοινωνία θα μεταδοθεί σε όλους εμάς για να γαληνέψει η ψυχή μας, να συγχωρηθούν οι αμαρτίες μας, να λάβουμε τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος, να πάρουμε θέση στη Βασιλεία των Ουρανών που έρχεται και για να έχουμε το θάρρος να παρουσιαστούμε μπροστά στον Θεό χωρίς να κατακριθούμε. Ακόμα, προσφέρουμε τα τίμια δώρα για όλους εκείνους τους κεκοιμημένους μας που έφυγαν απ’ αυτή τη ζωή, εξαιρέτως δε για την Παναγία μας Θεοτόκο Μαρία και όλους τους Αγίους.
Όμως στη Θεία Λειτουργία δεν φέρνει κανείς μόνο τον εαυτό του. Θυμάται και ονόματα, ονόματα προσώπων που είτε είναι ζωντανοί είτε έχουν φύγει απ’ αυτή τη ζωή. Η Θεία Λειτουργία μας δίνει τη δυνατότητα της μνημόνευσης ονομάτων, τόσο κεκοιμημένων όσο και ζωντανών.
Όταν ακούγεται το «εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου υπερευλογημένης ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου», τότε οι ιερείς και ο λαός, μνημονεύουμε τα ονόματα που έφερε ο καθένας μέσα στην ψυχή του. Με αυτό τον τρόπο καταγράφουμε αυτά τα ονόματα στην αιώνια μνήμη του αιώνιου Θεού. Όλα αυτά τα ονόματα, θα τα θυμηθεί στη Δευτέρα Του Παρουσία. Έτσι βοηθάμε και πολλούς που έφυγαν από αυτή τη ζωή, για να έχουν αιώνια ζωή μετά τη Δευτέρα Παρουσία.
Στη συνέχεια γίνεται η μετάδοση του Σώματος και του Αίματος του Χριστού στους πιστούς. Επειδή μερικές φορές δημιουργούνται απορίες γύρω από αυτό το θέμα, θα ήθελα να τονίσω για ακόμα μια φορά την πραγματικότητα. Όταν κοινωνούμε, λαμβάνουμε το ίδιο το Σώμα και Αίμα του Χριστού κι όχι σύμβολα αυτών.
Στη Λειτουργία δεν υπάρχει τίποτα το συμβολικό, δεν πρόκειται για μια αναπαράσταση των Παθών και της Αναστάσεως του Χριστού. Η Λειτουργία δεν είναι θείο θέατρο, αλλά πραγματικότητα. Ο Χριστός είναι παρών υποστατικά, δηλαδή με όλη την υπόστασή του και θυσιάζεται πραγματικά δηλαδή σωματικά.
Και όταν λαμβάνουμε τη Κοινωνία, τρώμε το αληθινό Του Σώμα και πίνουμε το αληθινό του Αίμα. Όταν δε τρώμε και πίνουμε από το Άγιο Ποτήριο, γινόμαστε «σύσσωμοι» του Χριστού, δηλαδή ενωνόμαστε πραγματικά και όχι συμβολικά με το Σώμα και το Αίμα Του, δηλαδή αποκτούμε κι εμείς αιώνια ζωή και έτσι νικούμε το θάνατό μας, μεταλαμβάνοντας Αναστάσιμο Σώμα και Αίμα Χριστού.
Κατά μία παλαιά και ευλογημένη συνήθεια, που συνεχίζεται και σήμερα στον τόπο μας, ο λαός μας δεν λέει «πάμε στη Θεία Λειτουργία», αλλά «πάμε στην Εκκλησιά». Ασυνείδητα λοιπόν ο λαός μας ταυτίζει τη Θεία Λειτουργία με την Εκκλησία, κι αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια που ανακεφαλαιώνει όλα αυτά που είπαμε πιο πάνω. Στη Θεία Λειτουργία φανερώνεται η Εκκλησία. Πηγαίνοντας δε στην Εκκλησία και μετέχοντας στη Θεία Ευχαριστία, γινόμαστε Σώμα και Αίμα Χριστού, και αφού όλοι όσοι συναζόμαστε εκεί κοινωνούμε του ιδίου Σώματος και Αίματος, γινόμαστε όλοι αδέλφια.
Για να ελευθερωθούμε από τις πολλές μας μέριμνες και αγωνίες, πρέπει να δώσουμε χρόνο και χώρο στον Θεό που πάντοτε μάς περιμένει όλους. Και αυτός ο χώρος και ο χρόνος, είναι η Θεία Λειτουργία.
πηγη.isagiastriados

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Γιατί σε μένα;

Γιατί σε μένα;

Γιατί σε μένα;
Μητροπολίτη Μεσογαίας Νικολάου
Γιατί σε μένα, Θεέ μου; Ηχεί στα αυτιά μου αυτό το ερώτημα και αντηχεί βαθιά στην καρδιά μου. Είναι το ερώτημα κάθε γονιού που το παιδί του πάσχει ή κάθε ανθρώπου που έχει χτυπηθεί από ανίατη ασθένεια. Πως είναι δυνατόν αυτό το ερώτημα να μεταμορφωθεί σε ομιλία, συμβουλή, γνώμη ή απάντηση;… Ευλογημένα «γιατί»! τα καθαγίασε ο ίδιος ο Χριστός στο σταυρό: «Θεέ μου, Θεέ μου, ινάτι με εγκατέλειπες;» Θεέ μου, γιατί μου το έκανες αυτό; Τι σου έκανα; Δεν είμαι ο Υιός σου; Το ίδιο ακριβώς ερώτημα με το δικό μου και έμεινε και αυτό αναπάντητο. Έμεινε στα φαινόμενα. Τα γεγονότα όμως φανέρωσαν την απάντηση…
Το ερώτημα αυτό το απευθύνουμε στο Θεό, το λέμε στον εαυτό μας, το επαναλαμβάνουμε στους ανθρώπους που νιώθουμε ότι ιδιαίτερα μας αγαπούν.
Το λέμε κυρίως για να εκφράσουμε το μέσα μας, το λέμε όμως και προσδοκώντας το χάδι μιας απάντησης. Ποιος όμως μπορεί να δώσει μια απάντηση; Ακόμη κι αν την ξέρει, ποιος μπορεί να μας την πει;
Το μεγάλο λάθος είναι να περιμένουμε την απάντηση απ’ έξω μας, από τους άλλους. Ποιος σοφός; Ποιος φωτισμένος; Ποιος φιλόσοφος; Ποιος ασφαλισμένος στην ορθότητα των επιχειρημάτων του ιερέας γνωρίζει την απάντηση των τόσο προσωπικών μας «γιατί»; Η απάντηση μπορεί να ανιχνευθεί μόνο μέσα μας. Όχι στις ανάλογες δήθεν περιπτώσεις, ούτε σε βαρύγδουπα βιβλία, ούτε σε συνταγές παρηγοριάς και σοφίας. Η απάντηση δεν υπάρχει κάπου, δεν την ξέρει κάποιος. Η απάντηση γεννιέται μέσα μας. Η δική μας απάντηση είναι το δώρο του Θεού.
Τελικά αυτά τα «γιατί» δεν έχουν τις απαντήσεις που η φτώχεια και η αδυναμία μας περιμένει. Στη λογική αυτή συνήθως παραμένουν αναπάντητα. Γι’ αυτό και ο Χριστός για το θάνατο δεν είπε παρά ελάχιστα. Απλά ο Ίδιος τον επέλεξε και πόνεσε όσο κανένας άλλος. Και όταν αναστήθηκε, το στόμα Του έβγαλε περισσότερο πνοή και λιγότερα λόγια. Δεν είπε τίποτε για ζωή και θάνατο – μόνο προφήτευσε το μαρτύριο του Πέτρου. Ο πόνος δεν απαντιέται με επιχειρήματα. Ούτε η αδικία και ο θάνατος αντιμετωπίζεται με τη λογική. Τα προβλήματα αυτά λύνονται με το εμφύσημα και την πνοή που μόνο ο Θεός δίνει. Λύνονται με το Άγιο Πνεύμα. Ξεπερνιούνται με την ταπεινή αποδοχή του θελήματος του Θεού, που είναι τόσο αληθινό αλλά συνήθως και τόσο ακατανόητο.
Στο διάβατης, η δοκιμασία συνοδεύεται από το σφυροκόπημα των αναπάντητων ερωτημάτων. Κι εμείς γαντζωμένοι στα «μήπως», στα «γιατί», στα «αν», συντηρούμε τις ελπίδες και αντέχουμε την επιβίωση σε αυτό τον κόσμο, προσδοκώντας κάτι σίγουρο ή κάτι σταθερό. Αυτό όμως συνήθως δεν εντοπίζεται στην προτεινόμενη από μας λύση, αλλά επικεντρώνεται στην απροσδόκητη, υπέρλογη θεϊκή παρηγοριά. Κάθε προσπάθεια αντικατάστασης της με ανθρώπινα υποκατάστατα αδικεί εμάς του ίδιους. Κάθε περιορισμός στην ασφυκτική θηλιά των ορθολογιστικών απαντήσεων μας παγιδεύει βαθύτερα στο δράμα μας. Στο διάλογο με τον πόνο, την αδικία και το θάνατο είμαστε υποχρεωμένοι να βγούμε από τα ανθρώπινα μέτρα. Αυτή είναι όχι μόνο η έξοδος από τη δοκιμασία αλλά και η ευεργεσία της.
isagiastriados

Ἡ τόλμη τῶν Μυροφόρων

Ἡ τόλμη τῶν Μυροφόρων
Ἰωὴλ Φραγκάκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
 



«Ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτὸν»

Τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας τὸ ὑπηρέτησε ὁλόκληρη ἡ κτίση. Ὅταν Ἐκεῖνος ἅπλωσε τὰ χέρια Του πάνω στὸ Σταυρό, ἡ γῆ σείσθηκε, τὰ μνημεῖα ἄνοιξαν, οἱ νεκροὶ διαμαρτυρήθηκαν, ὁ ἑκατόνταρχος ὁμολόγησε, ὁ ἥλιος σκοτίσθηκε, ἡ Παναγία ἔκλαψε, ὁ Ἰωσὴφ κήδευσε καὶ οἱ μυροφόρες γυναῖκες «ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτὸν" (Μάρκ. 16,1). Ἐνῶ στὴν παλαιὰ ἐποχὴ ἡ γυναίκα γινόταν διάκονος καὶ αἰτία τῆς πτώσεώς μας στὴν ἁμαρτία, ἀντιθέτως σήμερα βλέπουμε στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τὶς μυροφόρες γυναῖκες νὰ γίνονται ταχυδρόμοι τῆς χαρᾶς. Ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς τὸ σημειώνει: «Ἐπειδὴ πάλαι γυνὴ γέγονε τῷ ἀνδρὶ διάκονος λύπης, νῦν γυναῖκες γίνονται τοῖς ἀνδράσι διάκονοι χαρᾶς».


Εἶχαν ἀνδρικὸ φρόνημα
Πράγματι εἶχαν ἀνδρικὸ φρόνημα, γιατί τὴν ὥρα ποὺ οἱ μαθητὲς εἶχαν σκορπισθεῖ στὰ διάφορα σημεῖα τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ φοβόντουσαν νὰ πλησιάσουν τὸν τάφο τοῦ Κυρίου οἱ τολμηρὲς μυροφόρες γυναῖκες ἀγόραζαν ἀρώματα γιὰ νὰ πᾶνε νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κινητήρια δύναμη ποὺ ὠθοῦσε τὶς μυροφόρες νὰ πᾶνε στὸ ζωοδόχο τάφο, εἶναι ἡ ἀγάπη. Γιὰ τὴν ἀγάπη αὐτὴ καὶ σὲ δαπάνη καὶ σὲ κόπο καὶ σὲ κίνδυνο ὑποβλήθηκαν καὶ σὲ ἀπρόβλεπτες καταστάσεις ἐξετέθησαν μὲ μεγάλη προθυμία. Τὴν τελευταία στιγμὴ θυμήθηκαν· «τὶς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθο ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;» (ὅπ.π. στίχ. 3). Ἕνας σύγχρονος Ἐπίσκοπος γράφει γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν μυροφόρων: Ὁ λογισμὸς ἐρωτᾶ, ἡ γλώσσα σιωπᾶ, ἡ ἀγάπη βαδίζει. Στὶς δύσκολες περιστάσεις τὴ λύση τὴ δίνει πάντα ὁ θεός. «Τῶν δ’ ἀδόκητων πόρον εὗρε θεός», ἔλεγε ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος. Στὰ ξαφνικὰ καὶ δύσκολα περιστατικὰ τῆς ζωῆς μας τὴ λύση δίνει μόνον ὁ θεός.


Τὰ ἀποτελέσματα τῆς τόλμης τους
Πρῶτα πρῶτα στὸ ἐρώτημά τους ὁ θεὸς ἀπάντησε μὲ τὸν ἄγγελο ποὺ σήκωσε τὴν πέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος. Μετὰ τοὺς ἁπαλλάσει ἀπὸ τὸ φόβο ποὺ δημιουργήθηκε μέσα τους ἐξαιτίας τῆς παρουσίας τῶν ἀγγέλων. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι χαροπιὸ γεγονός. Ὅπου ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ τὰ δεσμὰ τοῦ φόβου, τῆς δειλίας καὶ τῆς νευρικότητας διαλύονται. Μετὰ τοὺς μίλησε γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστό. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σωτήρα ἡ λέξη Ἐσταυρωμένος εἶναι πλέον τίτλος τιμῆς. Δὲν εἶναι βδελυρὴ καὶ ἀποτρόπαια λέξη. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου εἶναι τίμιος. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι καρπὸς τῆς Σταυρώσεως. Σταυρὸς καὶ Ἀνάσταση δὲ χωρίζονται. Ἀκόμη εἶδαν τὸν ἄδειο τάφο νὰ εἶναι γεμάτος ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως ἔχοντας μέσα του τὰ σημεῖα τῆς ἐγέρσεως τοῦ Κυρίου. Στὸ τέλος εἶδαν πρῶτες τὸν ἀναστημένο Ἰησοῦ καὶ κράτησαν τοὺς ἀχράντους πόδας Του καὶ «προσεκύνησαν αὐτῷ» (Ματθ. 28,9).


Οἱ Μυροφόρες εἶναι ἔλεγχος γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς
Οἱ γυναῖκες ποὺ πῆγαν νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, εἶναι ἔλεγχος γιὰ τοὺς σημερινοὺς χριστιανούς· γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἔχουμε μία δειλία νὰ δείξουμε στοὺς ἄλλους πὼς οἱ σχέσεις μας μὲ τὸ Χριστὸ εἶναι στενές. Φοβόμαστε νὰ ποῦμε πὼς ὁ Κύριος εἶναι τὸ ἀγαπημένο πρόσωπο στὴ ζωή μας. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος κάνει μία παρατήρηση γιὰ τὴ σχέση τοῦ χριστιανοῦ καὶ τοῦ πιστοῦ. Μερικοὶ μακαρίζουν τὶς μυροφόρες ποὺ προσκύνησαν τὸν Κύριο. Ὁ Ἅγιος ὅμως λέγει πὼς «δύνασθε καὶ νῦν ὅσοι βούλεσθε», δηλαδὴ μπορεῖτε καὶ τώρα ὅσοι θέλετε ὄχι μόνον τοὺς πόδας καὶ τὰ χέρια, ἀλλὰ καὶ τὴν κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀκουμπήσετε, ἐὰν «τῶν φρικτῶν ἀπολαύσητε μυστηρίων καθαρῷ συνειδότι» ἐὰν ἀπολαύσετε τὰ ἄχραντα μυστήρια, δηλαδὴ τὴ θεία Εὐχαριστία, μὲ καθαρὴ συνείδηση. Χρειάζεται τόλμη γιὰ νὰ πλησιάσει κάποιος τὰ ἱερὰ μυστήρια. Χρειάζεται νὰ ἔχει τὸν πόθο τῶν μυροφόρων, νὰ ἀγαπάει τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως αὐτὲς νὰ ὑπερπηδᾶ τὰ ἐμπόδια, ποὺ ἀναφύονται ἀνάμεσα σ’ αὐτὸν καὶ τὸν Κύριο· νὰ παραδέχεται τὴν Ἀνάστασή Του καὶ νὰ εἶναι δεκτικὸς ἄνθρωπος, νὰ ἀκούει τὰ μηνύματα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως οἱ εὐλογημένες αὐτὲς γυναῖκες ἄκουσαν τὴ χαρμόσυνη εἴδηση τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης πρέπει νὰ μποῦμε σὲ σκέψεις γιὰ τὸ τί προσφέραμε ἀπὸ τὴ μεριά μας στὸ Χριστό. Μήπως ὁ Χριστὸς εἶναι στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς μας κι ὄχι στὸ κέντρο;


Ἀδελφοί μου,

Ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριος πρέπει νὰ συνέχει τὴ ζωή μας, νὰ τὴ νοηματοδοτεῖ, νὰ τὴ μεταβάλλει καὶ νὰ τὴν ἁγιάζει. Τὰ μύρα ποὺ προσφέρουμε ἐμεῖς εἶναι ἡ καλή μας προαίρεση, ὁ συνεχὴς ἀγώνας μας καὶ ἡ ἀπέραντη ἀγάπη στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας.
πηγη.ΑΓΙΑΖΩΝΗ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ 26-4-2015

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής των Μυροφόρων, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής των Μυροφόρων, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(Μάρκ. 15, 43-47 καί 16, 1-8)
1. Ἡ ἀνθρωπιά τοῦ Κάντ

            Ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ἀνθρώπους τοῦ κόσμου τούτου, πιό φημισμένος, ἀπό μεγάλους βασιλεῖς καί αὐτοκράτορες καί ὅσο ζοῦσε πιό σεβαστός, ἦταν ὁ μεγάλος γερμανός φιλόσοφος Ἐμμανουήλ Κάντιος. Δέν ἦταν μόνο φιλόσοφος, ἀλλά ἦταν καί καλός ἄνθρωπος. Ἀληθινά πνευματικός ἄνθρωπος. Ἀλλά φυσικά, ὅπως συμβαίνει μέ ὅλους μας ἐγήρασε. Ἔφτασε στήν ἡλικία ὀγδοήκοντα τεσσάρων ἐτῶν. Καί ἀρρώστησε. Καί πῆγε ὁ γιατρός νά τόν δεῖ. Καί καθώς εἶδε τόν γιατρό νά μπαίνει μέσα στό δωμάτιό του, ἐνῶ ἦταν ἄρρωστος, ξαπλωμένος στό κρεββάτι, κατέβηκε, σηκώθηκε ὄρθιος γιά νά τόν χαιρετήσει, νά τόν ὑποδεχθεῖ, κάνοντάς του καί μιά ὑπόκλιση.
            -Καλωσόρισες γιατρέ μου. Τοῦ εἶπε.
            Ἔκπληκτος ὁ γιατρός τοῦ ἀπαντᾶ:
            -Τί εἶναι αὐτά πού κάνεις καί σηκώνεσαι ἀπάνω, ἄρρωστος ἄνθρωπος;
            Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε μέ ἁπλότητα:
            -Ἀνθρωπιά εἶναι γιατρέ μου, ἀνθρωπιά. Πάνω ἀπ'  ὅλα ἡ ἀνθρωπιά. Ἀλλοίμονό μου ἄν σ’ αὐτή τήν ἡλικία χάσω τώρα τήν ἀνθρωπιά μου.
            Ἀνθρωπιά εἶναι ἀδελφοί νά πονᾶς, τόν φτωχό. Νά πονᾶς, τόν δυστυχισμένο. Ἀλλά καί νά τιμᾶς τόν κάθε ἄνθρωπο, ὅπως πρέπει καί ὅπως τοῦ ἀξίζει. Αὐτή εἶναι ἀνθρωπιά.
            Τό περιστατικό αὐτό ἀναφέρεται σάν ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα πνευματικά μεγαλεῖα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φιλοσόφου. Καί ἴσως ἀπό ὅλες τίς φιλοσοφίες πού ἔγραψε, καί εἶπε καί τόν κατέστησαν παγκόσμια προσωπικότητα, αὐτά τά λόγια του εἶχαν πιό μεγάλη ἀξία. Γιατί ἔδειχναν τό βάθος μιᾶς καρδιᾶς, ἡ ὁποία δέν ἤθελε ποτέ καί γιά καμιά ἀφορμή, ὅσο καί ἄν φαινόταν δικαιολογημένη, νά τοῦ ἐπιτρέψει νά μήν τιμήσει ὅσο ἔπρεπε ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο καί νά μήν ἐκδηλώσει τήν καλωσύνη του ὅπως ἔπρεπε στόν κάθε ἄνθρωπο πού εὑρίσκετο ἀπέναντί του.
            Καί πραγματικά ἔχει δίκιο ὁ κόσμος πού τόν θαυμάζει γι' αὐτό τό γεγονός.
2. Ἡ ἀνθρωπιά τῶν ἀποστόλων
            Ἀλλά τί εἶναι αὐτό τό γεγονός μπροστά σέ κεῖνο πού ἑορτάζομε σήμερα;
            Σήμερα εἶναι ἡ Κυριακή τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Κατά τήν ὁποία τιμοῦμε, τήν μνήμη τῶν ἁγίων γυναικῶν πού πῆγαν νά ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ μέ μύρα. Καί τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ ἀπό Ἀριμαθαίας, καί τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Νικοδήμου, οἱ ὁποῖοι ἐκήδευσαν τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστόν.
            Θά ρωτοῦσε κάποιος. Γιατί ἔχει τόσο μεγάλη σημασία αὐτή ἡ ἑορτή; Ἄς τό ἐξηγήσομε. Ὁ Χριστός δέν πέθανε σάν τόν Κάντιο ἥσυχα στό σπιτάκι του. Ἐσταυρώθη. Καί ὁ νόμος ἔλεγε: «Σταυρώνονται κακοῦργοι. Κεῖνος πού σταυρώνεται εἶναι καταραμένος. Καί δέν ἐπιτρέπεται νά ταφεῖ. Δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν θρησκεία. Δέν εἶναι ἄξιος εὐσπλαγχνίας. Τό σῶμα του πρέπει νά τό πετᾶνε στό σκουπιδότοπο. Νά τό φᾶνε τά σκυλιά καί τά κοράκια».
            Μέσα σέ τέτοιες συνθῆκες, ὁ ἀπόστολος Ἰωσήφ καί ὁ ἀπόστολος Νικόδημος, ἀπό τήν ἀνώτερη τάξη τῶν Ἑβραίων, κρυφοί μαθητές τοῦ Χριστοῦ, στά κρυφά πίστευαν, φανερά δέν τό ἔδειχναν, «γιά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων», εἶδαν αὐτόν τόν κίνδυνο, νά πεταχτεῖ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ στό σκουπιδότοπο, ὅταν θά τό κατέβαζαν ἀπό τόν Σταυρό. Γιατί δέν ἔπρεπε νά μείνουν τά σώματα πάνω στό Σταυρό τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, πού ἀκολουθοῦσε ἡ μεγάλη ἑορτή τῶν Ἑβραίων.
            Δηλαδή, μόλις ἔδυε ὁ ἥλιος τῆς Παρασκευῆς, θά τά κατέβαζαν ἀπό τόν Σταυρό καί θά τά πετοῦσαν στό σκουπιδότοπο. Γι' αὐτό ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος, πῆγαν στόν Πιλάτο καί τόν παρακάλεσαν νά τούς χαρίσει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος τούς τό χάρισε. «Κάνετέ το ὅ,τι  θέλετε».
            Καί αὐτοί τό πῆραν νά τό κηδεύσουν μέ τόν καλύτερο τρόπο. Ποῦ τό κήδευσε ὁ Ἰωσήφ; Στό μνημεῖο πού εἶχε φτειάξει γιά τόν ἑαυτό του. Λαξευμένο σέ βράχο. Πράγμα πού σημαίνει δουλειά. Καί ὅτι ὁ Ἰωσήφ εἶχε διαθέσει χρῆμα γιά νά φτειάξει τόν τάφο του. Ἀλλά γιατί ἔφτειαξε τόν τάφο του πρίν ἀκόμη πεθάνει; Καί δέν τήν ἄφησε τήν φροντίδα στά παιδιά του;
            Ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει ὅτι ἔχει ψυχή, ὅτι ὑπάρχει Θεός, τήν φροντίδα γιά τήν ψυχή του καί γιά τήν πορεία του πρός τόν Θεό, δέν τήν ἀφήνει στά παιδιά του καί στούς συγγενεῖς του. Ἀλλά φροντίζει ὁ ἴδιος. Καί ἡ καλύτερη φροντίδα πού κάνει ἕνας ἄνθρωπος γιά τήν ψυχή του, εἶναι νά ἔχει «μνήμη θανάτου». Νά θυμᾶται ὅτι θά πεθάνει. Καί μνήμη τῆς κρίσεως. Μνήμη τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἀλλά καί μνήμη τοῦ κινδύνου, ἀντί νά πάει στήν αἰώνια ζωή νά πάει εἰς τήν αἰώνια κόλαση. «Ὅπου ἐκεῖ ἔσται ὁ τριγμός καί βρυγμός τῶν ὀδόντων». Καί πολλά ἄλλα πολύ θλιβερά.
            Ὁ Ἰωσήφ λοιπόν θυμόταν ὅτι θά πεθάνει. Καί ὅτι μετά τόν θάνατο ὑπάρχει ζωή αἰώνια. Καλή, κοντά στό Θεό. Ταλαίπωρη μακρυά ἀπό τόν Θεό. Καί ἀγωνιζόταν νά εἶναι εὐάρεστος στόν Κύριο. Καί σύμβολο τῆς μνήμης τοῦ θανάτου καί τῆς αἰώνιας ζωῆς ἔφτειαχνε καί στόλιζε τόν τάφο του, περιμένοντας νά μεταβεῖ στήν ἀληθινή ζωή. Ἀπό τά «ψεύτικα» στά ἀληθινά. Γι' αὐτό καί ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἔδειχναν μιά ἀνθρωπιά χίλιες φορές μεγαλύτερη ἀπό τόν Κάντιο πού σηκώθηκε ἄρρωστος ἄνθρωπος γιά νά χαιρετήσει μέ ὑπόκλιση τόν γιατρό του.
            Γιατί ἡ ἀνθρωπιά τους, σκοπό εἶχε νά γλυτώσει ἀπό τήν βεβήλωση τό σῶμα ὄχι ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου ἀλλά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
            Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει εὐλάβεια στό Θεό, ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἀγάπη στό Θεό, ἀποκτᾶ καί ἀγάπη γιά τούς ἀνθρώπους. Γιατί ἐκεῖνος πού ἀγαπάει τόν Πατέρα, ἀγαπάει καί τά παιδιά του. Καί καθένας πού πιστεύει στό Θεό Πατέρα, ξέρει ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος πού ζεῖ δίπλα του ἔστω καί ἄν τόν στενοχωρεῖ, ἔστω καί ἄν τόν πικραίνει, ἔστω καί ἄν φαίνεται βαρύς καί ἡ παρουσία του βαρειά, εἶναι ἀδελφός του. Καί ὅπως ἀνέχεται μέ καλωσύνη ἐκεῖνον πού γέννησε ὁ ἴδιος πατέρας καί ἡ ἴδια μητέρα, ἔστω καί ἄν τσακώνεται καμιά φορά μαζί του, ἔτσι ἀκριβῶς ἔχει τήν διάθεση νά ἀγαπάει, νά τιμάει, νά σέβεται, νά προστατεύει, νά βοηθεῖ, καί νά ἐκδηλώνει καλωσύνη στά τέκνα τοῦ οὐρανίου Πατέρα μας καί τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
            Τί εἶπε ὁ Χριστός; «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Ὅταν θά προσεύχεσθε νά λέτε: «Πάτερ ἡμῶν», Πατέρα μας, ὅλων μας. Κάθε ἄνθρωπος λοιπόν πού βάζει μέσα στήν καρδιά του, αὐτό τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὁ Πατέρας ὁ οὐράνιος εἶναι Πατέρας ὅλων μας, καί ὅτι ἐντολή του εἶναι «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», μέ ὅλη σας τήν καρδιά, ὅσο μπορεῖτε περισσότερο, ἀγωνίζεται νά σέβεται τόν κάθε ἄνθρωπο καί νά τοῦ ἐκδηλώνει καλωσύνη. Καί ὅποιος ἐκδηλώνει καλωσύνη, γιά τόν ἄλλο, δέν χάνει τόν μισθό του ποτέ.
3. Εὐσπλαγχνία. Ἀσφαλής ὁδός θεογνωσίας
            Διαβάζομε στό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος εἰδωλολάτρης. Ἀλλά ἔκανε πολλές καλωσύνες. Γιατί; Γιατί παρότι δέν πίστευε στόν ἀληθινό Θεό, εἶχε καταλάβει ὅτι οἱ ἄνθρωποι ὅλοι εἶναι ἀδέλφια. Καί ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλους νά τούς ἀγαπάει καί νά τούς βοηθάει. Καί προσευχόταν στό Θεό, γιατί χωρίς τήν πίστη στό Θεό δέν ἀγαπάει ὁ ἄνθρωπος κανένα καί τίποτε. Μόνο τόν ἑαυτό του ἀγαπάει ὅποιος δέν πιστεύει. Καί σιγά-σιγά ἔστω καί ἄν λέει ὑποκριτικά ὅτι ἀγωνίζεται γιά ἄλλους, καταντάει ἕνα ἐγωκεντρικό παχύδερμο.
            Αὐτός λοιπόν ὁ εἰδωλολάτρης, ὁ Κορνήλιος, μιά ἡμέρα πού προσευχόταν, εἶδε ἕναν ἄγγελο ὁ ὁποῖος τοῦ λέγει:
            -Κορνήλιε, εἰσακούστηκαν οἱ προσευχές σου καί οἱ δεήσεις σου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τά καλά σου ἔργα ἔγιναν δεκτά. Καί νά. Μετά ἀπό λίγο ἔρχεται ἐδῶ στόν τόπο σας, ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Θά σέ ἀναζητήσει, γιατί τοῦ φανέρωσε ὁ Θεός τό ὄνομά σου καί τήν πολιτεία σου. Ὅ,τι σοῦ πεῖ νά τό κάνεις.
            Πραγματικά πῆγε ὁ ἀπόστολος Πέτρος καί τόν ἐβάπτισε καί ἔγινε χριστιανός.
            Δεύτερο παράδειγμα. Μᾶς μιλᾶ τό Εὐαγγέλιο γιά ἕνα ἑκατόνταρχο, ρωμαῖο, εἰδωλολάτρη, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν καλόψυχος ἄνθρωπος καί πονοῦσε στόν πόνο τοῦ ἄλλου. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν καταθλιμένος γιατί ἕνας δοῦλος του, ἦταν κατάκοιτος. Ἐκείνη τήν ἐποχή, τούς δούλους, τούς εἶχαν ὅπως ἔχουν τίς ἀγελάδες τους καί τά σκυλιά. Ἔπεσε ἡ ἀγελάδα κατάκοιτη; Σκότωσέ τη καί κάφτην. Καί οἱ ἐνέσεις εὐθανασίας τῆς σημερινῆς προκομένης ἐποχῆς κάτι τέτοιο εἶναι: «ἀρρώστησε ὁ πατέρας, ἔπεσε κατάκοιτος, ἔπαθε ἐγκεφαλικό... μιά ἔνεση εὐθανασίας, οὔτε σύ φασαρίες, οὔτε ἐκεῖνος».
            Αὐτός λοιπόν ὁ ἑκατόνταρχος δέν ἔλεγε «θέλει ἔνεση εὐθανασίας ὁ δοῦλος μου». Ἀλλά ἔτρεξε στόν Χριστό καί ἔπεσε γονατιστός στά πόδια του καί τόν παρακαλοῦσε νά τοῦ θεραπεύσει, τόν δοῦλο του, πού τόν ἀγόραζαν καί τόν πουλοῦσαν. Καί τόν πετοῦσαν ὅποτε θέλανε. Ἔκρυβε βλέπετε καλά αἰσθήματα. Καί οἱ ἄλλοι Ἑβραῖοι ἔλεγαν τοῦ Χριστοῦ: «Εἶναι καλός ἄνθρωπος καί μᾶς βοηθάει. Ἔχουμε ὅλοι εὐχαρίστηση ἀπό αὐτόν».
            Ὁ Χριστός τί εἶπε;
            -Τέτοια πίστη δέν τήν βρῆκα οὔτε σέ καλούς καί εὐσεβεῖς ἀνθρώπους. Πήγαινε, τοῦ λέει, πήγαινε καί ἔγινε ὑγιής ὁ δοῦλος σου ἀπό αὐτή τήν στιγμή.
            Τόσο εὐχαριστήθηκε ὁ Χριστός ἀπό τόν ἄνθρωπο αὐτό.
4. Μάζεψες. Λοιπόν;
            Ὁ πλοῦτος τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι στήν τσέπη. Δέν εἶναι στίς καταθέσεις. Δέν εἶναι στό ἄν ἔχει μεγάλο σπίτι, ἄν ἔχει αὐτοκίνητο πολυτελείας. Καί ἄν ἔχει πολλές ἰδιοκτησίες. Ὁ πλοῦτος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μέσα στήν καρδιά του. Καί μεγαλύτερος πλοῦτος ἀπό αὐτόν πού ὑπάρχει μέσα στήν καρδιά, οὔτε ὑπῆρξε, οὔτε θά ὑπάρξει, οὔτε θά βρεθεῖ πουθενά. Κάθε ἄλλος πλοῦτος, θά ρθεῖ μία ἡμέρα πού θά μᾶς κοροϊδέψει.
            Κάποτε ὁ Δαυΐδ πρότεινε σέ ἕνα γέροντα, φίλο του καί ἐκλεκτό ἄνθρωπο, τόν Βεεζερλί:
            -Ἔλα νά σέ πάρω στά ἀνάκτορα.
            Τοῦ ἀπάντησε κεῖνος:
            -Τί θά κάνω βασιλιά μου ἐγώ στά ἀνάκτορα; Νά φάω καλό φαγητό; Γέρασα. Δέν τήν καταλαβαίνω πιά τήν νοστιμάδα τοῦ φαγητοῦ.  Ἡ γλώσσα «δέν ἀκούει τίποτα». Νά ἀκούσω μήπως μουσική, πού ἔχετε σεῖς κεῖ πέρα; Δέν ἀκούω τίποτε. Νά διασκεδάσω; Δέν εἶμαι πιά γιά διασκέδαση.
            Ξέρεις τί θέλω ἐγώ; Θέλω νά μείνω μέ αὐτή τήν γαλήνη πού ἔχω τώρα καί νά πεθάνω μέ εἰρήνη, ὅπως πέθανε ὁ πατέρας μου. Καί νά μέ θάψουν δίπλα στό μνήμα του, γιά νά βρίσκομαι κοντά του.
            Τί εἶχε γίνει μέ αὐτό τόν ἄνθρωπο;
            Ἁπλούστατα. Εἶχε δέν εἶχε, τοῦ ἦταν ἄχρηστα. Μοναδική περίπτωση; Ὄχι, ἀλλά πολύ συνηθισμένη. Καί τότε τί γίνεται; Τότε ξυπνάει περισσότερο ἀπό ὅτι ἄλλες φορές ἡ φωνή τῆς συνείδησης πού λέει: «Καί τί κατάφερες ταλαίπωρε στή ζωή σου, πού σκοτώθηκες νά φᾶς, νά πιεῖς, νά διασκεδάσεις, νά γλεντήσεις καί νά ἀποκτήσεις; Ποῦ εἶναι, τά καζάντια σου; Μηδέν ἀπό μηδέν, μηδέν». Θυμᾶστε ἕνα τροπάριο πού ψάλλομε στίς κηδεῖες; «Πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον». Γιατί τότε, τήν ὥρα τοῦ θανάτου, τά ἀφήνεις καί σέ ἀφήνουν. Ἀλλά ζεῖς χωρίς ἐκεῖνα. Ὄχι ὅμως χωρίς τίποτα. Ζεῖς μέ ἕνα πλοῦτο, τόν πλοῦτο τῆς ἀγάπης, τῶν καλῶν ἔργων, τῆς καλωσύνης, τῆς ἀνθρωπιᾶς, τῆς πίστης, τῆς εὐλάβειας καί τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ. Αὐτά εἶναι ὁ πλοῦτος τοῦ ἀνθρώπου.
            Γι' αὐτό βλέπουν μερικές φορές οἱ ἄνθρωποι ἕναν εὐλαβή γέροντα ἤ μιά γερόντισσα μέ σεμνότητα καί μέ εὐσέβεια καί δέν ξέρουν πῶς νά τούς καμαρώσουν, γιατί εἶναι γεμάτοι ἀπό καλωσύνη. Καί λένε: «αὐτός εἶναι ἄγγελος τοῦ Θεοῦ». Ἄν μάλιστα εἶναι καί νέος καί ἔχει αὐτές τίς ἀρετές, ἔ τότε ἀδελφοί μου «πετάει κι’ ὅλας, φτερουγίζει». Ὄχι μόνο τόν λές «ἄγγελος τοῦ Θεοῦ», ἀλλά καί τόν πιστεύεις, ὅτι φτερουγίζει.
            Αὐτή εἶναι ἡ ἀξία τῆς ἀρετῆς.
5. Πέταξε τή μάσκα
            Ὅμως τί συμβαίνει; Ὅλοι ξέρομε, ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού δέν θέλει νά εἶναι καλός καί κανένας δέν θέλει τόν φίλο του, τό γείτονά του, τά παιδιά  του, νά εἶναι παλιάνθρωποι. Ἀλλά παρότι ὅλοι θέλομε τό καλό, ἀντί νά φροντίζομε νά γινόμαστε «μέσα» καλοί, κάνομε κάτι ἄλλο, ποῦ εἶναι τό πιό στραβό πράγμα τοῦ κόσμου. Μή θέλοντας δηλαδή νά μποῦμε στό δρόμο τοῦ Θεοῦ καί τῆς καλωσύνης, φορᾶμε ἕνα προσωπεῖο, μία μάσκα καλωσύνης καί εὐσεβείας καί ἀνθρωπιᾶς καί σεμνότητος.
            Γράφει μία περίφημη σύγχρονη συγγραφέας : «Ἐδῶ καί μερικά χρόνια, ὅπου καί νά πάω, ὅτι καί νά κάνω, φοράω μιά μάσκα, ἕνα προσωπεῖο. Εἶναι γιά μένα ἕνα δεύτερο πρόσωπο. Διαφορετικό ἀπό τό ἀληθινό μου πρόσωπο. Ἔμαθα νά κρύβω τίς ἀδυναμίες μου. Καί νά παρουσιάζω ἀλλιῶς τά συναισθήματά μου. Γελάω. Μά τό γέλιο μου, δέν εἶναι γνήσιο. Δείχνω ὅτι ἔχω αἰσιοδοξία καί σιγουριά. Μά στήν πραγματικότητα παίζω θέατρο. Κάνω σάν τάχα νά τά εἶχα ὅλα ἐκεῖνα πού κάνουν τόν ἄνθρωπο χαρούμενο, εὐχαριστημένο καί εὐτυχή.
            Μά δυστυχῶς εἶμαι γεμάτη πόνο καί φόβους. Γιατί δέν δείχνω στόν κόσμο αὐτό πού εἶμαι πράγματι.
            Μά γιατί δέν τόν δείχνω τόν ἑαυτό μου στόν κόσμο, ὅπως εἶναι πράγματι; Δέν ξέρω.
            Μά ὅταν εἶμαι μόνη μου, αὐτό τό προσωπεῖο, αὐτή ἡ μάσκα πέφτει. Ὤ, νά ἐρχόταν κάποιος τότε καί νά μοῦ ἔλεγε: «Ἔτσι σέ θέλω, ἔτσι μοῦ ἀρέσεις ὅπως εἶσαι. Ἔτσι σέ θέλω, πέταξε τήν μάσκα ἀπό πάνω σου. Μήν ξαναφορᾶς μάσκα πιά». Θά μοῦ ἔδινε τήν μεγαλύτερη χαρά καί τήν μεγαλύτερη ἐλευθερία».
            Τί θέλει νά πεῖ ἡ σοφή αὐτή γυναίκα τοῦ κόσμου τούτου;
            Θέλει νά πεῖ ὅτι ἡ μάσκα τῆς ὑποκρισίας πού φορᾶμε καί ἐνῶ δέν εἴμαστε καλοί μέσα μας, δέν ἔχομε καρδιά καλή, οὔτε σεμνή, οὔτε ἀγαπᾶμε τίς ἀρετές, θέλομε νά δειχνόμαστε ὅτι τάχα τίς ἀγαπᾶμε, εἶναι προσωπεῖο καί καταδίκη. Γιατί;
            Γιατί μᾶς φέρνει τήν χειρότερη ἐσωτερική ἀντίθεση.
            Νά φέρομε ἕνα παράδειγμα. Θυμᾶστε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα. Ἦταν μέσα στόν Παράδεισο εὐτυχισμένοι. Θά πεῖτε ποῦ τόν θυμήθηκες τώρα τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα; Τούς θυμηθήκαμε, γιατί παρότι ἀπέχουν χιλιάδες χρόνια, ἔχουν  ὡραῖα διδάγματα γιά μᾶς. Καί εἶναι πολύ σύγχρονα. Σάν νά ἦταν σήμερα, μαζί μας.
            Ὁ Ἀδάμ ἁμάρτησε. Ἔκανε παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Καί ἀφοῦ ἁμάρτησε, ἄκουσε τά βήματα τοῦ Θεοῦ πού περπατοῦσε στόν Παράδεισο καί κρύφτηκε αὐτός καί ἡ Εὔα μαζί του. Φωνάζει ὁ Θεός:
            -Ἀδάμ, Ἀδάμ, Ἀδάμ.
            Καί κεῖνος κρύβεται πίσω ἀπό τούς θάμνους. Τί κάνει; Κρύβει τόν ἑαυτό του. Ἔβαλε μπροστά του τό προσωπεῖο. Τόν φωνάζει ὁ Θεός:
            -Ἔλα ἔξω Ἀδάμ ἀπό τό βάτο, πού κρύφτηκες, ἔλα ἐδῶ, σέ εἶδα.      Βγαίνει Ἀδάμ καί τοῦ λέει ὁ Θεός:
            -Γιατί τὄκανες Ἀδάμ;
            Ἀλλά ὁ Ἀδάμ δέν θέλει νά βγάλει τό προσωπεῖο, θέλει νά ἐξακολουθήσει νά δείχνει ὅτι εἶναι καλός, χωρίς νά εἶναι πιά καλός.
            -Δέν φταίω ἐγώ, Θεέ μου. Τό δῶρο σου φταίει. Σύ μοῦ τήν ἔδωσες. Ἐτούτη φταίει.
            -Γιατί τό ἔκανες Εὔα;
            -Δέν φταίω ἐγώ.
            Οὔτε ἐκείνη τό βγάζει τό προσωπεῖο.
            -Ποιός φταίει Εὔα;
            -Τό φίδι φταίει. Ἀπό δῶ, ἀπό δῶ. Σύ τὄφτειαξες. Μέ τό δικό σου χέρι. Ἄλλος σοῦ φταίει. Ὄχι ἐγώ.
            Εἶπε ὁ Χριστός, τό φῶς τοῦ κόσμου: «Μή πλένετε τό ποτήρι ἀπ'  ἔξω, ἀπό μέσα νά τό πλένετε». Βγάλτε τήν μάσκα. Ἀπό μέσα νά πλένετε τό ποτήρι τοῦ ἑαυτοῦ σας, ἀπό τήν ψυχή.
6. Προφύλαξε τό σκεῦος τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν βεβήλωση
            Στό σπίτι μας ἔχομε τό λουτρό. Καί πλενόμαστε λίγο-πολύ ὅλοι. Ἄργότερα ἤ συχνότερα. Καί ἔτσι τό «ποτήρι», δηλαδή τό σῶμα, ἀπ'  ἔξω τό πλένεις καλά. Καί τό φροντίζεις καλά. Ἴσως τοῦ βάζεις καί ἀρώματα.
            Ἀπό μέσα πῶς τό πλένεις ἀδελφέ μου τό «ποτήρι» σου;
            Κάθε πόσο κάνεις ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ σου νά δεῖς «πῶς πηγαίνω»;
            Κάθε πόσο ἐξομολογεῖσαι καί κοινωνεῖς, γιά νά καθαρίσει τό «ποτήρι» ἀπό μέσα; Πῶς θά μιμηθοῦμε τόν ἅγιο Νικόδημο καί τόν ἅγιο Ἰωσήφ, πού πῆγαν νά προφυλάξουν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν βεβήλωση;
            Αὐτό τό σκεῦος, τό ὁποῖο σοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός, σῶμα καί ψυχή, πῶς θά τό προφυλάξεις ἐσύ ἀπό βεβήλωση; Καί ἀπό τό νά πεταχτεῖ στή γέεννα τοῦ πυρός;
            Ἕνας ἀπό τούς πιό μορφωμένους ἀνθρώπους τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι. Ρῶσος συγγραφέας, τοῦ περασμένου αἰῶνος. Καί πολύ καλός χριστιανός. Γράφει: «Ὁ κάθε ἄνθρωπος ὅσο βαθειά καί ἄν ἔχει πέσει, ἔχει τήν ἀξίωση νά σέβονται τήν τιμή του καί τήν ὑπόληψή του καί τήν προσωπικότητά του οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι».
            Ὅταν ἔχεις τήν ἀξίωση νά σέβονται τήν τιμή σου καί τήν ὑπόληψή σου καί τήν προσωπικότητά σου οἱ ἄλλοι, ἀλλά δέν τήν σέβεσαι ἐσύ, φροντίζοντας νά καθαρίζεις τό «ποτήρι» τοῦ ἑαυτοῦ σου ἀπό μέσα, ἀλλά τό ἀφήνεις βρώμικο ἀπό μέσα, καθαρό ἀπ'  ἔξω, δέν φορᾶς μάσκα; Καί ἅμα εἶσαι, ἔτσι ἐσύ πρῶτος δέν σέβεσαι τόν ἑαυτό σου. Γιατί ἔχεις ἀξίωση νά σέ σέβονται οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι;
            Εἶναι πολύ ἁπλό νά τό καταλάβομε πόσο τραγική εἶναι ἡ θέση ἐκείνων πού δέν φροντίζουν γιά τόν ἔσω ἄνθρωπο, γιά τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς τους, γιά τήν καλωσύνη, γιά τήν εὐαρέστηση εἰς τόν Θεό. Γι' αὐτό ὀφείλομε νά προσέχομε τά λόγια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό φῶς μας, ὁ σωτήρας μας, ὁ λυτρωτής μας, ὁ εὐεργέτης μας. Πού εἶπε: «Μή πλένετε τό ποτήρι καί τό πιάτο ἀπ'  ἔξω. Ἀπό μέσα νά τά πλένετε». Καί ὅταν φύγει ἡ μάσκα καί τό ποτήρι πλυθεῖ ἀπό μέσα θά εἶναι καί ἀπ'  ἔξω γιά πάντα ἐντελῶς καθαρό. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
 ΠΗΓΗ.ΖΩΗΦΟΡΟΣ