Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

ΠΡΟΓΡΑMA ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ Μ.ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ 2016

                                                                  ΠΡΟΓΡΑMA
           ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ  Μ.ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ  2016
Α.  Η  Θ.  Λειτουργία  τις  Κυριακές  7-10  π.μ.
ΒΠροηγιασμένη   Θ.  Λειτουργία  θα τελεσθεί τις
κάτωθι  ημέρες
16/3   πρωινή      7-9  π.μ.
17/3   πρωινή       7-9  π.μ.
23/3   βραδινή     6-7.30 μ.μ.                                                       30/3   βραδινή      6.30-8 μ.μ.
6/4     βραδινή       6.30-8μ.μ.
13/4   πρωινή        7-9 π.μ.
20/14   πρωινή     7-9 π.μ.

Γ.   ΟΙ  ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
    Κάθε  παρασκευή 6.30μ.μ.(χειμερινή  ώρα)
                                 7.30μ.μ. (θερινή   ώρα)
Δ. Οι  ακολουθίες  την εορτή του Ευαγγελισμού –
δοξολογία  7-10.15π.μ.
Ε. Θ. Λειτουργία  τα κάτωθι  Σάββατα
19/3, 9/4,16/4,23/4  και  ώρα   7-9  π.μ.
ΖΟΙ  κατανυκτικοί  εσπερινοί  κάθε  Κυριακή            
5.00 μ.μ.  ( χειμερινή ώρα)
6.00 μ.μ.  (θερινή ώρα)
Η. Ο εσπερινός του Σαββάτου 
5.00 μ.μ. (χειμερινή  ώρα)
6.00 μ.μ.  (θερινή  ώρα)                                                                  Θ.  13/4  Ακολουθία  Μ. κανόνος  7-9 μ.μ.
Ι. 15/4  Ακολουθία  Ακάθιστου  ύμνου
(στον  Ι.Ν.Κοιμ.  Θεοτόκου)  7-9 μ.μ.
Ι Α.   Η  εξομολόγηση  κάθε Κυριακή  μετά  τον  κατανυκτικό    εσπερινό.


Ο εφημέριος π. Πέτρος Σταμάτης

Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής της Απόκρεω(Κρίσεως)

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής της Απόκρεω(Κρίσεως), του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά


Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής της Απόκρεω(Κρίσεως), του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά
Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
(Ματθ. 25, 31-46)
1. Προετοιμάζεσαι γιά τότε;

Μεγάλη γιορτή ἡ σημερινή, γιατί μᾶς θυμίζει τήν δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Γιατί, γι’ αὐτό γίναμε χριστιανοί, γι’ αὐτό ἀγωνιζόμαστε, γι’ αὐτό ἐρχόμαστε στήν Ἐκκλησία, γι' αὐτό προσευχόμαστε καί νηστεύομε. Γιά νά ἀπολαύσουμε τήν Βασιλεία του. Καί εἴθε ὁ Χριστός νά μᾶς ἀξιώσει νά τήν κληρονομήσουμε.
Στό εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε  ὁ Χριστός μᾶς λέγει:
Τότε πού θά ἔλθει, τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας Παρουσίας του, αὐτά πού τώρα εἶναι ἀνακατεμένα, πού δέν ξεχωρίζουν, τότε τά ξεχωρίσει καλά.
Καί θά βάλει τούς καλούς στά δεξιά του καί τούς ἄλλους στά ἀριστερά του. Θά τούς ξεχωρίσει μέ τήν εὐκολία πού ὁ τσοπάνης ξεχωρίζει τά πρόβατα ἀπό τά κατσίκια. Γιά μᾶς εἶναι δύσκολο.
Γιά τόν Χριστό εἶναι τό πιό ἁπλό πράγμα. Ὅπως εἶναι πολύ ἁπλό γιά τόν τσοπάνη, νά ξεχωρίσει κατσίκια ἀπό ἀρνιά.
Γιά μᾶς ὅμως εἶναι ἕνα θέμα σοβαρό. Γιατί; Γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀπό τήν φύση του ἀρνί καί κατσίκι. Ἀλλά γίνεται ὅταν θέλει ἀρνί καί γίνεται ὅταν θέλει καί κατσίκι καί λύκος καί λιοντάρι καί ἀκόμη χειρότερο.
Τό ἐρώτημα λοιπόν πού μᾶς θέτει ἡ σημερινή μέρα καί ἡ ἀνάμνηση τῆς δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου μας εἶναι:
«Ἐσύ ἑτοιμάζεσαι γιά τήν ἡμέρα ἐκείνη; Φροντίζεις νά γίνεις ἀρνί; Ἤ ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου νά γίνεται κατσίκι;»
2. Δέν τολμᾶς νά ἀποφασίσεις τό καλό; Τότε τί κάνεις;
Ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι δύσκολη. Διαλέγω καί παίρνω. Ἀποφασίζω, μόνος μου καί προχωρῶ. Τό ἐρώτημα ποῦ πρέπει νά τό ἀπευθύνω ἐγώ στόν ἑαυτό μου, καί κανένας ἄλλος, εἶναι:
-Τί κάνω; Τοποθετοῦμαι ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ μου καί τοῦ Χριστοῦ ὑπεύθυνα; Ἀποφασίζω σοβαρά; Βλέπω τά πράγματα σωστά;
Παράδειγμα. Θέλω νά πιῶ νερό. Ἀλλά βρίσκομαι ἔξω στά χωράφια. Ὅπου βρῶ μπροστά μου νερό, πίνω; Πίνω ποτέ βοῦρκο; Πίνω ποτέ δηλητήριο;
Ὄχι! Ψάχνω νά βρῶ καθαρό νερό.
Ποιό εἶναι τό καθαρό νερό; Ἐκεῖνο πού βγαίνει ἀπό τήν πηγή. Ψάχνω νά βρῶ τήν πηγή μέ τό καθαρό νερό. Ὄχι ὁποιοδήποτε αὐλάκι. Αὐτή εἶναι ἡ ὑπευθυνότητα ἀπέναντι στήν πρόσκαιρη ζωή μας.
Ἀπέναντι στήν αἰώνια ζωή ἡ ὑπευθυνότητα εἶναι μεγαλύτερη. Πρέπει νά εἶναι μεγαλύτερη. Ἔστω καί ἄν χρειάζεται νά ἀφήσω κάτι πού μέ γοητεύει.
Χρειάζεται καμιά φορά νά μπεῖ κανείς στό χειρουργεῖο. Ἅμα καθυστερήσει λίγο, φεύγει γιά τήν ἄλλη ζωή. Βέβαια μακάρι νά φύγει κανείς ὅταν εἶναι ἕτοιμος καί ξέρει ὅτι θά πάει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ λοιπόν γίνεται ἡ προετοιμασία γιά τήν ἐγχείριση καί ἀργότερα μέσα στό χειρουργεῖο, ὁ ἄρρωστος γυμνώνεται καί ὑποβάλλεται σέ ἐξετάσεις, πράγματα πού δέν θά δεχόταν νά τοῦ τά κάνουν ποτέ. Γιατί τώρα τά δέχεται; Γιά τήν ὑγεία τοῦ σώματος. Γιά νά ζήσει λίγο. Πόσο λίγο;
Ὅσο ξέρει ὁ Θεός.
Γιά τήν αἰώνια ζωή τί πρέπει νά δεχθοῦμε;
Εἶναι βαρύ νά πάει κανείς καί νά πεῖ μόνος του τίς ἁμαρτίες του στόν πνευματικό; Γιατί κανείς δέν θά τόν ἀνακρίνει γιά τά ἁμαρτήματά του καί τήν ἀρρώστια τῆς ψυχῆς του;
Καί εἶναι τόσο δύσκολο νά θελήσει νά ὑποβληθεῖ σέ θεραπεία; Νά πάρει φάρμακα; Νά πάρει ἐφόδιο γιά τήν αἰώνια ζωή τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ;  Νά κάνει μιά δίαιτα πού λέγεται νηστεία; Νά συμμαζέψει λίγο τήν γλώσσα του; Νά κάνει ἔργα καλά;
«Ἐπείνασα καί μοῦ δώσατε, ἐδίψασα καί μέ ποτίσατε, ἤμουν στό σπίτι ἄρρωστος καί στή φυλακή καί ἤρθατε μέ λίγη καλωσύνη νά μέ δεῖτε».
Δέν τολμᾶς νά τά ἀποφασίσεις; Τότε τί κάνεις;
Ἡ ζωή εἶναι ὑπεύθυνο πράγμα. Ἐγώ τί κάνω;
Ρώτησαν ἕναν ἀπό τούς μεγάλους ἀνθρώπους τῆς Εὐρώπης:
-Ποῦ εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶχες στό γραφεῖο σου;
Ἀπάντησε:
-Δέν τό ἄντεχα πιά νά τόν βλέπω νά μέ κοιτάζει καί τήν ἔβγαλα ἀπό κεῖ.
Τί βάθος ἔχει αὐτό τό περιστατικό!  Τί μοῦ λέει;
Βλέπεις καί αἰσθάνεσαι τόν Χριστό νά μήν εἶναι εὐχαριστημένος μέ σένα καί τόν βγάζεις ἀπό τή ζωή σου; Τόν πετᾶς κάπου παράμερα ἤ τόν πετᾶς στά σκουπίδια; Καί δέν θέλεις οὔτε τήν ὄψη του νά βλέπεις, οὔτε νά τόν θυμᾶσαι;
Ὅταν ἀκοῦς τήν καμπάνα, πού εἶναι ξυπνητήρι ψυχῆς, λές: «Χριστέ μου, ἀξίωσέ με νά πάω στήν Ἐκκλησία σου νά σέ προσκυνήσω;»
Ἤ λές: «Τί θέλουν αὐτοί οἱ παπάδες καί τήν χτυπᾶνε κάθε τόσο, δέν μ’ ἀφήνουν νά ἡσυχάσω;».
Χίλιοι θόρυβοι τῆς σημερινῆς ζωῆς, δέν σ’ ἐνοχλοῦν.
Ἡ καμπάνα σέ ἐνοχλεῖ;
Χίλια βιβλία πού μπορεῖς νά ἔχεις στό σπίτι σου καί στό τραπέζι σου, δέν σέ ἐνοχλοῦν.
Σέ στενοχωρεῖ τό προσευχητάριο, τό βιβλίο πού μιλάει γιά τήν αἰώνια ζωή καί γιά τήν χριστιανική ζωή;
Σέ στενοχωρεῖ τό Εὐαγγέλιο; Πόσο τό πιάνεις στά χέρια σου νά τό διαβάσεις;
Πόσο σηκώνεις τό χέρι σου γιά νά κάνεις τόν Σταυρό σου καί νά ἐπικαλεστεῖς τόν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό;
3. Ἀναπλάθεις τήν καρδιά σου; Αὐτό εἶναι τό μυστικό
Ἐπείνασα καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν. Ἐδίψασα καί μοῦ δώσατε νερό. Ἤμουν ἄρρωστος καί στή φυλακή. Ἤμουν στό δρόμο καί στρέψατε ἐπάνω μου ἕνα βλέμμα στοργῆς.
Τί μᾶς ζητάει;
Ἀπάντηση: Καλή καρδιά. Φτάνει;
Ναί, ἀδελφοί μου, φτάνει!
Γιατί; Γιατί ἅμα φροντίσεις νά ἔχεις καλή καρδιά, ἀπό κεῖ καί πέρα, ὅτι καί νά ρθεῖ μπροστά σου, τό κάνεις ἤρεμα, ἄνετα καί εὐχάριστα.
Καί τό ἀντίθετο.
Τί εἶπε τό Εὐαγγέλιο;
«Φύγετε ἀπό κοντά μου οἱ καταραμένοι. Χρειάστηκα λίγο ψωμί, δέν μοῦ δώσατε. Λίγο νερό, δέν μοῦ δώσατε. Ἤμουνα ἄρρωστος στό κρεβάτι, ἤμουν στή φυλακή, συμπόνια δέν μοῦ δείξατε».
-Πότε Κύριε; Πότε;
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου, μέ τήν κακή καρδιά, πού ἔχουν τήν καρδιά στήν τσέπη, στήν κοιλιά καί στήν ἀπόλαυση, ὅταν ἀκούσουν γιά κάποιο μεγάλο, γίνονται δοῦλοι μπροστά του. Γιά νά ἀποκτήσουν περισσότερα καί νά κερδίσουν περισσότερα.
Γι' αὐτό ἀπάντησαν:
-Πότε Κύριε, σέ εἴδαμε;
Εἶπε ὁ Χριστός:
-Ἅμα κεῖνο τό φτωχαδάκι, πού τώρα τό θεωρεῖτε καρπαζοεισπράκτορα, τιποτένιο καί μηδενικό, δέν τό προσέξατε, οὔτε μένα μέ προσέξατε. Γιατί ἐγώ μέ κεῖνον ταυτίζομαι.
Τί θέλει πάλι νά πεῖ ὁ Χριστός;
-Μή κρύβεσαι! Τό μυστικό δέν εἶναι στήν ἐπίγεια ζωή καί σέ πρόσκαιρα ἀποκτήματα. Γιά μένα τό μυστικό εἶναι νά ἀναπλάθεις τήν καρδιά σου, νά τήν κάνεις ὅπως τήν θέλω ἐγώ. Γεμάτη καλωσύνη καί ἀγάπη.
Αὐτό εἶναι τό μυστικό. Ὑπάρχει πιό εὔκολο πράγμα ἅμα τό θέλομε;
4. Ξεχᾶστε αὐτή τήν νοοτροπία
Κάποτε, ἕνας παπάς ἐπισκέφθηκε πῆγε ἕνα σπίτι. Κάτι ἤθελε τόν νοικοκύρη. Μέσα ἦταν τά παιδιά καί εἶχαν βάλει συγχρονη μουσική, τοῦ γλεντιοῦ, τῆς διασκέδασης, τῆς ἁμαρτίας. Καί ἀντηχοῦσε σ’ ὅλη τήν γειτονιά. Ὅταν χτύπησε ἡ πόρτα, κάποιος κοίταξε νά δεῖ ποιός εἶναι. Καί βλέποντας τόν παπά, εἶπε: «Ἀλλᾶχτε δίσκο, ὁ παπάς στήν πόρτα». Ἀμέσως ἔβαλαν ἄλλο δίσκο καί ἄρχισαν ψαλμωδίες: «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ...».
Μπῆκε ὁ παπάς καί ἄρχισαν νά τοῦ λένε: «τήν εὐχή σου παπούλη». Σάν νά μήν εἶχε συμβεῖ τίποτε.
Ἐδῶ περνᾶνε αὐτά τά μέτρα. Περνᾶ ἡ ὑποκρισία. Καί περνοῦν τά δύο πρόσωπα καί τά πολλά πρόσωπα. Μερικοί ἄνθρωποι τό θεωροῦν ἐπιτυχία τους. Δηλαδή παίζουν στή ζωή τους θέατρο καί μένουν εὐχαριστημένοι, γιατί περνᾶνε καλά. Καί ἀκοῦμε μέ ἔκπληξη, γιά κάτι ἐξωφρενικά πράγματα πού κάνουν κάποιοι εὐυπόληπτοι ἄνθρωποι. Πού εἶναι νά κρύβουμε τό πρόσωπό μας καί νά λέμε: «Ἁμαρτωλοί ποῦ φύγωμεν; Γίνονται τέτοια πράγματα; Πῶς παρουσιάζονται αὐτοί οἱ ἄνθρωποι σέ ἄλλους;»
Καί ὅμως γίνονται. Γιατί;
Γιατί δέν σκεπτόμαστε τήν καλωσύνη καί τό μάτι τοῦ Χριστοῦ.
Ξεχᾶστε αὐτή τήν νοοτροπία, γιατί ὁ Χριστός ἔρχεται. Δέν ἔχει ἀξία οὔτε τό ροῦχο, οὔτε τό αὐτοκίνητο, οὔτε ἡ ἐπιταγή, οὔτε τά πολλά χρήματα, οὔτε ἡ καλοφαγία, οὔτε ἡ διασκέδαση.
Ἀξία ἔχει ἡ καλωσύνη καί ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί πρός τόν φτωχό καί ταπεινωμένο καί καταφρονημένο ἀδελφό του, πού τόν βρίσκουμε ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ δίπλα μας. Ἤ ἔστω μιά φορά τόν χρόνο ἤ μιά φορά στή ζωή μας μπροστά μας. Ἀλλά πρέπει νά ἔχουμε τήν ἀγάπη καί τήν καλωσύνη τοῦ Χριστοῦ καί νά τόν ἀντιμετωπίζουμε μέ τήν καλωσύνη τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτό μᾶς θυμίζει τό Εὐαγγέλιο σήμερα.
Καί μᾶς λέει ἀκόμη ὅτι ἐκείνη τήν ἡμέρα θά κριθοῦμε ἀνάλογα μέ τό πόσο πήραμε ἐδῶ, στήν ἐπίγεια ζωή μας, στά σοβαρά τό μήνυμα τοῦ Κυρίου μας ὅτι ἡ ζωή εἶναι εὐθύνη καί μάλιστα εὐθύνη ἀγάπης καί καλωσύνης. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,

διασκευασμένη ὁμιλία. Ἔγινε στήν Γραμμενίτσα στίς 22/2/2009
πηγη.zoiforos

Ἡ ἁμαρτία ἔγινε μόδα

Ἡ ἁμαρτία ἔγινε μόδα
Ἅγιος Παΐσιος (ὁ Ἁγιορείτης)

Γέροντα, εἴπατε σὲ κανέναν ὅτι θὰ γίνη πόλεμος; Ἔτσι ἀκούσαμε. Εἶναι ἀλήθεια;

- Ἐγὼ δὲν λέω τίποτε καὶ ὁ κόσμος λέει ὅ,τι θέλει. Καὶ νὰ ξέρω κάτι, ποῦ νὰ τὸ πῶ;

- Τί βάρβαρο πράγμα, Γέροντα, ὁ πόλεμος!

- Ἂν οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν αὐτὴν τὴν … “εὐγένεια” τῆς ἁμαρτίας, δὲν θὰ ἔφθαναν σ’ αὐτὸ τὸ βάρβαρο. Πιὸ βάρβαρο ἀκόμη εἶναι ἡ ἠθικὴ καταστροφή. Διαλύονται ψυχικὰ καὶ σωματικὰ οἱ ἄνθρωποι. Μοῦ ἔλεγε κάποιος: “Λένε γιὰ τὴν Ἀθήνα, “ζούγκλα-ζούγκλα” καὶ κανεὶς δὲν φεύγει ἀπὸ ‘κεῖ! Ὅλοι “ζούγκλα” τὴν λένε καὶ ὅλοι στὴν ζούγκλα μαζεύονται”. Πῶς ἔχουν γίνει οἱ ἄνθρωποι! Σὰν τὰ ζῶα! Τὰ ζῶα ξέρετε τί κάνουν; Στὴν ἀρχὴ μπαίνουν στὸν σταῦλο, κοπρίζουν, οὐροῦν… Μετὰ ἀρχίζει νὰ χωνεύη ἡ κοπριά. Μόλις ἀρχίζη νὰ χωνεύη, αἰσθάνονται μιὰ ζεστασιά. Δὲν τὰ κάνει καρδιὰ νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν σταῦλο, ἀναπαύονται. Ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι, θέλω νὰ πῶ, νιώθουν τὴν ζεστασιὰ τῆς ἁμαρτίας, καὶ δὲν τοὺς κάνει καρδιὰ νὰ φύγουν. Καταλαβαίνουν ὅτι βρωμάει, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ζεστασιὰ ἐκείνη δὲν τοὺς κάνει καρδιὰ νὰ φύγουν. Νά, ἂν μπῆ τώρα ἕνας μέσα στὸν σταῦλο, δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξη ἀπὸ τὴν μυρωδιά. Ὁ ἄλλος ποὺ εἶναι συνέχεια στὸν σταῦλο δὲν ἐνοχλεῖται, ἔχει συνηθίσει πλέον.

- Γέροντα, μερικοὶ λένε: “Μήπως μόνο σήμερα ἁμαρτάνει ὁ κόσμος; Καὶ στὴν Ρώμη παλιὰ τί γινόταν!…”

- Μὰ στὴν Ρώμη ἦταν εἰδωλολάτρες στὸ κάτω-κάτω. Καὶ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (1) ἦταν γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες ποὺ εἶχαν βαπτισθῆ, ἀλλὰ εἶχαν κακὲς συνήθειες. Νὰ μὴν παίρνουμε γιὰ παράδειγμα τὸν ξεπεσμὸ ἀπὸ κάθε ἐποχή. Σήμερα τὴν ἁμαρτία τὴν ἔκαναν μόδα. Βλέπεις, ὀρθόδοξο ἔθνος ἐμεῖς καὶ πῶς εἴμαστε! Πόσο μᾶλλον οἱ ἄλλοι! Καὶ τὸ κακὸ εἶναι ποὺ οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, ἐπειδὴ ἡ ἁμαρτία ἔχει γίνει μόδα, ἂν δοῦν ἕναν νὰ μὴν ἀκολουθῆ τὸ ρεῦμα τῆς ἐποχῆς, νὰ μὴν ἁμαρτάνη, νὰ εἶναι λίγο εὐλαβεῖς, τὸν λένε καθυστερημένο, ὀπισθοδρομικό. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι τὸ νὰ μὴν ἁμαρτάνουν τὸ θεωροῦν προσβολὴ καὶ τὴν ἁμαρτία τὴν θεωροῦν πρόοδο. Αὐτὸ εἶναι τὸ χειρότερο ἀπὸ ὅλα. Ἂν οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν στὴν ἁμαρτία τουλάχιστον τὸ ἀναγνώριζαν, θὰ τοὺς ἐλεοῦσε ὁ Θεός, Ἀλλὰ δικαιολογοῦν τὰ ἀδικαιολόγητα καὶ ἐγκωμιάζουν τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸ εἶναι καὶ ἡ μεγαλύτερη βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἁμαρτία νὰ τὴν θεωροῦν πρόοδο καὶ τὸ ἠθικὸ νὰ τὸ λένε κατεστημένο. Γι’ αὐτὸ ἔχουν μεγάλο μισθό, μεγάλη ἀξία, αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίζονται στὸν κόσμο καὶ διατηροῦν καθαρὴ ζωή.

Παλιά, ἂν ἕνας ἦταν διεστραμμένος ἢ μέθυσος, ντρεπόταν νὰ βγῆ στὴν ἀγορά, γιατί θὰ τὸν περιφρονοῦσαν. Ἤ μία, ἂν ἦταν λιγάκι παραστρατημένη, δὲν τολμοῦσε νὰ βγῆ ἔξω. Καὶ ἦταν κατὰ κάποιο τρόπο αὐτὸ ἕνα φρένο. Σήμερα, ἂν εἶναι ἕνας σωστός, μιὰ κοπέλα λ.χ. ἂν ζῆ μὲ εὐλάβεια, λένε: “Βρέ, ποῦ ζῆ αὐτή!” Ἀλλὰ καὶ γενικά, ἂν οἱ κοσμικοὶ ἔκαναν μία ἁμαρτία, οἱ καημένοι, αἰσθάνονταν τὴν ἁμαρτωλότητά τους, ἔσκυβαν καὶ λίγο τὸ κεφαλάκι τους καὶ δὲν εἰρωνεύονταν ἕναν ποὺ ζοῦσε πνευματικά, ἀντίθετα τὸν καμάρωναν. Τώρα οὔτε ἐνοχὴ αἰσθάνονται οὔτε σεβασμὸς ὑπάρχει. Τὰ ἰσοπέδωσαν ὅλα. Ἂν ἕνας δὲν ζῆ κοσμικά, τὸν κοροϊδεύουν.
πηγη.agiazoni

Να είσαι το παράδειγμα

Να είσαι το παράδειγμα

Να είσαι το παράδειγμα

Να είσαι το παράδειγμα

Κάποτε μια μητέρα έφερε τον εξάχρονο γιο της στο Μαχάτμα Γκάντι.
-Σε παρακαλώ, Μαχάτμα, πέστε στο γιο μου, να μην τρώει πλέον ζάχαρη. Είναι διαβητικός και κινδυνεύει η ζωή του, αν συνεχίσει να το κάνει. Εμένα δεν με ακούει και υποφέρω για εκείνον.
Ο Γκάντι σκέφθηκε για λίγο και είπε:
Λυπάμαι, κυρία μου. Τώρα δεν μπορώ. Φέρτε το παιδί σας σε δεκαπέντε μέρες.
Έκπληκτη η γυναίκα τον ευχαρίστησε και υποσχέθηκε να κάνει ό,τι της ζητήθηκε. Δεκαπέντε μέρες αργότερα η μητέρα επέστρεψε με το γιο της  . Ο Γκάντι κοίταξε το αγόρι στα μάτια και «έπιασε» αμέσως επαφή μαζί του και τού είπε:
-Αγοράκι μου, σταμάτα να τρως ζάχαρη.
Γεμάτη ευγνωμοσύνη η μητέρα, αλλά έχοντάς τα χαμένα,  τόλμησε να ρωτήσει:
-Γιατί μου ζητήσατε να φέρω το γιο μου σε δεκαπέντε μέρες; Δεν μπορούσατε να τού το πείτε την πρώτη φορά που ήρθε;
Ο Γκάντι απάντησε:
-Πριν δεκαπέντε μέρες είχα φάει ζάχαρη!
Επιμέλεια Αθανάσιος Γκάτζιος.
πηγη.isagiastriados

Ἡ σημασία τῆς ἐξαγόρευσης

Ἡ σημασία τῆς ἐξαγόρευσης


Ἡ σημασία τῆς ἐξαγόρευσης
Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
Ἐπισκεφθήκαμε κάποτε ἕναν ἀπὸ τοὺς πατέρες καὶ τὸν ρωτήσαμε:
- Ἂν κάποιος, ποὺ πειράζεται ἀπὸ ἕναν λογισμὸ καὶ βλέπει ὅτι νικιέται, διαβάζει συχνὰ-πυκνὰ ὅσα εἶπαν οἱ πατέρες γιὰ τὸ λογισμὸ αὐτὸ καὶ προσπαθεῖ νὰ τὰ ἐφαρμόσει, χωρὶς ὅμως νὰ τὸ κατορθώνει ἀπόλυτα, τί εἶναι προτιμότερο, νὰ φανερώσει σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς πατέρες τὸ λογισμό του ἢ νὰ προσπαθήσει μόνος του νὰ ἐφαρμόσει ὅσα διάβασε καὶ νὰ περιοριστεῖ στὴν πληροφορία τῆς δικῆς του συνειδήσεως;
- Ἔχει ὑποχρέωση, ἀπάντησε ὁ γέροντας, νὰ φανερώσει τὸ λογισμό του σὲ ἄνθρωπο ποὺ θὰ μπορέσει νὰ τὸν ὠφελήσει, καὶ νὰ μὴ βασιστεῖ μόνο στὸν ἑαυτό του. Γιατὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ βοηθήσει τὸν ἑαυτό του, ὅταν μάλιστα ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τὰ πάθη.
Νὰ τί συνέβη σὲ μένα ὅταν ἤμουνα νέος:
Εἶχα ἕνα ψυχικὸ πάθος ποὺ μὲ νικοῦσε. Ἀκούγοντας λοιπὸν ὅτι ὁ ἀββᾶς Ζήνων εἶχε θεραπεύσει πολλούς, ποὺ ἦταν σὲ παρόμοια κατάσταση, ἀποφάσισα νὰ πάω καὶ νὰ τοῦ μιλήσω. Ὁ σατανᾶς ὅμως μὲ ἐμπόδιζε, βάζοντάς μου τὴ σκέψη: «Ἀφοῦ ξέρεις τί πρέπει νὰ κάνεις, ἐφάρμοσε ὅσα διαβάζεις, γιατί νὰ πᾶς καὶ νὰ ἐνοχλήσεις τὸ γέροντα;» Κάθε φορὰ ποὺ ἀποφάσιζα, ὡστόσο, νὰ ἐπισκεφθῶ τὸ γέροντα καὶ νὰ τοῦ μιλήσω, ὁ πόλεμος τοῦ πάθους ὑποχωροῦσε, μὲ τέχνασμα τοῦ πονηροῦ, γιὰ νὰ μὴν πάω. Καὶ ὅταν ἔπαιρνα τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν πάω, κυριευόμουνα πάλι ἀπὸ τὸ πάθος. Σ᾿ αὐτὴ τὴν παγίδα μ᾿ ἔριχνε πολὺ καιρὸ ὁ ἐχθρός, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ φανερώσω τὸ πάθος στὸ γέροντα. Ἀλλὰ καὶ πολλὲς φορές, ποὺ πῆγα ἀποφασισμένος νὰ τοῦ πῶ τὸ λογισμό μου, ὁ ἐχθρὸς δὲν μὲ ἄφηνε, γεννώντας μέσα στὴ καρδιά μου ντροπὴ καὶ λέγοντάς μου μυστικά:
«Ἀφοῦ ξέρεις πῶς πρέπει νὰ θεραπευθεῖς, τί χρειάζεται νὰ μιλήσεις σὲ κάποιον σχετικά; Ἄλλωστε ἐσὺ δὲν ἀδιαφορεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Ξέρεις τί εἶπαν οἱ Πατέρες». Αὐτὰ μοῦ ἔβαζε στὸ νοῦ ὁ ἀντίπαλος, γιὰ νὰ μὴ φανερώσω τὸ πάθος στὸ γιατρὸ καὶ θεραπευθῶ.
Ὁ γέροντας, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἐνῷ καταλάβαινε ὅτι εἶχα λογισμούς, δὲν μοῦ ἔκανε παρατήρηση, περιμένοντας νὰ τοὺς φανερώσω ὁ ἴδιος. Μὲ δίδασκε μόνο γιὰ τὸν σωστὸ τρόπο ζωῆς, καὶ μὲ ἄφηνε νὰ φύγω.
Κάποτε ὅμως, γεμάτος θλίψη, εἶπα μέσα μου:
«Ὡς πότε, ταλαίπωρη ψυχή μου, δὲν θὰ θέλεις νὰ γιατρευτεῖς; Ἄλλοι ἔρχονται στὸ γέροντα ἀπὸ μακριὰ καὶ θεραπεύονται, κι ἐσὺ δὲν ντρέπεσαι, νὰ ἔχεις κοντά σου τὸ γιατρὸ καὶ νὰ μὴ γίνεσαι καλά;»
Ζεστάθηκε ἔτσι ἡ καρδιά μου καὶ εἶπα μέσα μου:
«Ἂς πάω στὸ γέροντα, κι ἂν δὲν βρῶ κανέναν (ἄλλον) ἐκεῖ, θὰ καταλάβω πὼς εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ τοῦ ἀποκαλύψω τὸ λογισμό μου». Πράγματι, πῆγα καὶ δὲν βρῆκα κανέναν.
Ὁ γέροντας, ὅπως συνήθιζε, μὲ νουθέτησε γύρω ἀπὸ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς καὶ γιὰ τὸ πῶς θὰ καθαρθεῖ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ρυπαροὺς λογισμούς. Ἐγὼ ἀπὸ ντροπὴ δὲν τοῦ φανέρωσα πάλι τίποτα, κι ἑτοιμαζόμουνα νὰ φύγω. Σηκώθηκε, ἔκανε εὐχὴ καὶ μὲ ξεπροβόδιζε, βαδίζοντας μπροστά μου, ὡς τὴν ἐξώπορτα.
Τὸν ἀκολουθοῦσα ἀπὸ κοντά, ἐνῷ μὲ βασάνιζαν οἱ λογισμοί: Νὰ μιλήσω ἢ νὰ μὴ μιλήσω στὸ γέροντα;
Ἐκεῖνος στράφηκε, εἶδε πόσο βασανιζόμουν ἀπὸ τοὺς λογισμούς, μὲ χτύπησε στὸ στῆθος καὶ μοῦ εἶπε:
«Τί ἔχεις; Ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγώ!».
Μόλις εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, νόμισα πῶς ἡ καρδιά μου ἀνοίχτηκε.
Πέφτω μὲ τὸ πρόσωπο στὰ πόδια του, παρακαλώντας τὸν μὲ δάκρυα:
«Ἐλέησέ με!».
«Τί ἔχεις;», μοῦ λέει ὁ γέροντας.
«Δὲν ξέρεις τί ἔχω;», ἀποκρίθηκα.
«Ἐσὺ πρέπει νὰ τὸ πεῖς!», εἶπε ἐκεῖνος.
Τότε λοιπόν, μὲ πολλὴ ντροπή, τοῦ ἐξομολογήθηκα τὸ πάθος μου. Καὶ μοῦ λέει:
«Γιατί ντρεπόσουνα νὰ μοῦ τὸ πεῖς τόσον καιρό; Δὲν εἶμαι κι ἐγὼ ἄνθρωπος; Θέλεις λοιπὸν νὰ σοῦ φανερώσω αὐτὸ πού ξέρω;
Δὲν ἔχεις ἤδη τρία χρόνια, ποὺ ἔρχεσαι ἐδῶ μ᾿ αὐτοὺς τοὺς λογισμούς, καὶ δὲν τοὺς ἀναφέρεις;»
Τὸ ὁμολόγησα, κι ἔπεσα πάλι μπροστά του, παρακαλώντας τον:
«Ἐλέησέ με, γιὰ τὸν Κύριο!»
«Πήγαινε», μοῦ εἶπε, «μὴν παραμελεῖς τὴν προσευχή σου καὶ μὴν κατακρίνεις κανέναν».
Πῆγα πράγματι στὸ κελί μου καὶ ἀφοσιώθηκα μὲ ἐπιμέλεια στὴν προσευχή μου.
Μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς εὐχὲς τοῦ γέροντα, ποτὲ πιὰ δὲν ἐνοχλήθηκα ἀπὸ τὸ πάθος ἐκεῖνο.
πηγη.isagiastriados