Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Ομιλία στο ευαγγέλιο της E΄ Κυριακής του Ματθαίου,

Ομιλία στο ευαγγέλιο της E΄ Κυριακής του Ματθαίου, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά


Ομιλία στο ευαγγέλιο της E΄ Κυριακής του Ματθαίου, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΓΑΔΑΡΗΝΩΝ
(Ματθ. 8, 28 - 9, 1)
Καταφέρνουν καί συστεγάζονται

            Οἱ λατρευτικές καί ἁγιαστικές πράξεις πού γίνονται μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι φῶς καί ἁγιασμός. Γιατί μέσα στήν Ἐκκλησία συναντᾶμε τόν Χριστό τόν σωτήρα, ἐλευθερωτή, λυτρωτή καί εὐεργέτη μας. Τόν συναντᾶμε μέ τήν μορφή πού τόν βλέπομε στό εὐαγγέλιο καί ἀκόμη μέ τήν μορφή πού τόν βλέπομε στήν Θεία Εὐχαριστία. Τό σῶμα καί τό αἷμα του.
            Τό ἅγιο Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε, μᾶς λέγει ὅτι ὁ Ἰησοῦς πῆγε σέ μία χώρα, πού δέν διακρινόταν γιά τήν ἀρετή τῶν κατοίκων της. Στή χώρα τῶν Γεργεσηνῶν. Στά μέρη ἐκεῖνα, ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί, μακρυά ἀπό τόν Χριστό, μακρυά ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, χωρίς καλά ἔργα, ἦταν ὑποδουλωμένοι στόν διάβολο. Ἄλλοι λίγο καί ἄλλοι περισσότερο.
            Μερικοί, ὁ Θεός ξέρει γιά ποιό λόγο, καί τί ἔφταιξε, εἶχαν δαιμονιστεῖ. Ἦταν δαιμονισμένοι. Καί μάλιστα σέ βαθμό θλιβερό. Ἀπογοητευτικό. Ἀπελπιστική ἡ κατάσταση τους. Δέν ἔμεναν πιά στά σπίτια τους. Δέν μποροῦσε κανείς νά τούς κουμαντάρει. Εἶχαν φύγει καί γύριζαν στά βουνά καί στά μνήματα. Στό νεκροταφεῖο. Μέσα στούς τάφους. Καί εἶχαν καταντήσει ὁ φόβος καί ὁ τρόμος τῶν περαστικῶν. Γιατί; Γιατί ἦταν ἐπιθετικοί. Γιατί χτυποῦσαν. Γιατί σκότωναν.
            Ἀλλά μεταξύ τους, οἱ δυό δαιμονισμένοι εἶχαν «ὁμόνοια». Κατάφερναν νά συμβιώνουν.
            Ὅταν λοιπόν πέρασε ἀπό ἐκεῖ ὁ Χριστός, τόν συνήντησαν καί οἱ δυό μαζί. Τί παράξενα, τά ἔργα τοῦ διαβόλου...
            Νά κάνει τούς ἀνθρώπους νά μήν μποροῦν νά συμβιώσουν μέσα στό σπίτι τους καί τήν οἰκογένειά τους, ἀλλά νά μποροῦν νά συμβιώνουν καί νά συνεργάζονται γιά τό κακό σάν ὁμοϊδεάτες ἤ ὁμοιοπαθεῖς, πολύ καλά μεταξύ τους.
Ἡ μεγαλύτερη μεθοδεία
            Ἴσως σέ κάποιους θά ἔρχεται ἡ σκέψη:
            «Καλά ὑπάρχουν δαιμόνια, ὥστε νά ὑπάρχουν καί δαιμονισμένοι;»
            Ὁ Χριστός πού εἶναι τό φῶς καί ἡ ἀλήθεια, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, μᾶς λέγει, «ναί, ὑπάρχουν». Καί ἔχουν ἕνα σκοπό, ὁ ὁποῖος γίνεται αἰσθητός. Σκοπός τους εἶναι νά βλάψουν. Γιατί ὄντας ἄγγελοι πρῶτα, πού ἔφυγαν ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀντί γιά ἀγάπη πού εἶχαν πρίν, γέμισαν τήν καρδιά τους μέ φθόνο καί μέ κακία.
            Ὅπως ἀκριβῶς γίνεται σέ κάθε ἄνθρωπο πού φεύγει ἀπό τόν Θεό. Κυριαρχεῖ μέσα του ὁ ἐγωισμός. Καί ὅσο πιό μεγάλος ὁ ἐγωισμός, τόσο πιό μεγάλη καί ἡ κακία ἐναντίον τῶν ἄλλων.
            Μήν θίξεις ἐγωιστή... Ἄν τό κάνεις, πρέπει νά σβύσεις καί νά χαθεῖς ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς. Τό ἴδιο εἶναι καί τά δαιμόνια. Ἔφυγαν ἀπό τόν Θεό ἀπό ἐγωισμό καί γέμισαν φθόνο, κακία καί ἐκδικητικότητα. Καί θέλουν νά κάνουν κακό σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους.
            Θέλοντας ὅμως νά κάνουν κακό, χρησιμοποιοῦν μεθοδεῖες. Ὅπως κάθε κακός ἄνθρωπος, στή ζωή αὐτή χρησιμοποιεῖ μεθοδεῖες. Νά μήν βλάπτεται καί νά βλάπτει.
            Δηλαδή τά κάνει ὅλα ὕπουλα καί κρυφά.
            Ἔτσι καί ὁ διάβολος, μᾶς βάζει τόν λογισμό ὅτι δέν ὑπάρχει καί ὅτι δέν εἶναι τίποτε. Λέγει ἕνας ἅγιος καί σοφός: «Ἡ μεγαλύτερη μεθοδεία καί παληανθρωπιά τοῦ διαβόλου εἶναι ὅτι μᾶς πείθει, μᾶς κάνει νά πιστεύομε, ὅτι δέν ὑπάρχει».
            Αὐτή εἶναι ἡ χειρότερη παγίδα του. Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν πιστεύσει ὅτι διάβολος δέν ὑπάρχει, οὔτε κόλαση πιστεύει οὔτε αἰώνια ζωή τόν ἀπασχολεῖ. Καί ἀπό κεῖ καί πέρα, ὅ,τι  τοῦ κατέβει, ὅσο  κακό καί ἄν εἶναι, θά τό κάνει ἀθεόφοβα. Καί ἀναίσχυντα. Ἀρκεῖ νά αἰσθάνεται ὅτι δέν θά βλαβεῖ καί δέν θά κινδυνεύσει,
            Γι' αὐτό ἀδελφοί προσέχετε. Ὅταν ἀκοῦτε ἀνθρώπους νά λένε: «δέν ὑπάρχει διάβολος, δέν ὑπάρχει κόλαση», νά τά περιμένετε ὅλα. Ὁ Θεός ξέρει πόσα ἔχουν κάνει καί πόσα ἀκόμη μποροῦν νά κάνουν.
            Κάποια φορά, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, πού δέν πίστευε ὅτι ὑπάρχει διάβολος, συνάντησε πρωί-πρωί ἕνα παπᾶ.
            Τοῦ λέει:
            -Τἄμαθες τά νέα παππούλη;
            -Ὄχι παιδί μου, μόλις βγῆκα ἀπό τό σπίτι καί δέν ξέρω τίποτε. Τί ἔγινε;
            -Συγκλονιστικά νέα. Θά τρίξει ὁ κόσμος.
            -Τί εἶναι παιδί μου;
            -Πέθανε ὁ διάβολος!
            -Τί λές παιδάκι μου; Ὥστε πέθανε; Τόν χάσατε τόν μπαμπᾶ σας;
            Συλλυπητήρια παιδί μου. Ἀλλά ξέρεις· ἐπειδή ἐγώ εἶμαι πονόψυχος ἄνθρωπος καί ἰδιαίτερα εὐαίσθητος στά ὀρφανά, ἀντί γιά στεφάνι στήν κηδεία του, νά μοῦ ἐπιτρέψεις νά σοῦ δώσω ἕνα μικρό βοήθημα. Γιατί ὁ πόνος τῶν ὀρφανῶν πάντοτε μέ συγκινεῖ. Καί τοῦ ἔδωσε κάποιο νόμισμα.
            -Ἄντε, παιδί μου. Ζωή σέ σᾶς καί στά παιδιά σας. Ἀφοῦ τόν χάσατε τόν μπαμπᾶ σας.
            Τί μᾶς λέει ἡ ἱστορία;
            Ἐκεῖνος πού λέει τέτοια λόγια, εἶναι τέκνο τοῦ διαβόλου, γιατί καλλιεργεῖ μέσα στούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐκεῖνο πού θέλει νά ἐπιτύχει ὁ ἴδιος ὁ διάβολος. Καί ὁ διάβολος θέλει νά μᾶς κάνει νά φύγομε ἀπό τόν Θεό καί νά γίνομε δοῦλοι δικοί του.
            Πῶς τό ἐπιτυγχάνει;
Ρίχνοντας τό δόλωμα...
            Μᾶς τό ἐξηγεῖ ὁ Χριστός, μᾶς τό ἐξηγοῦν καί οἱ ἅγιοι μέ λεπτομέρειες. Τό ἐπιτυγχάνει, ρίχνοντάς μας λογισμούς. Βάζει στό νοῦ μας ἕνα λογισμό: «Αὐτό νά κάνεις».
            Καί μᾶς κουρδίζει κάθε μέρα, ὅτι αὐτό πρέπει ὁπωσδήποτε νά τό κάνομε. Κάτι κακό ἐννοεῖται.
            Γράφει στό βίο ἑνός μεγάλου ἁγίου, πού λέγεται ἅγιος Μακάριος.
            Αὐτός εἶχε γίνει καλόγηρος. Ὅσο καθόταν στό κελλί του καί ἔκανε τίς προσευχές του, πήγαινε ὅλο κατά πάνω, κατά τόν Θεό. Ὁ διάβολος λοιπόν πῆρε τήν ἀπόφαση νά τόν παγιδεύσει. Καί τοῦ λέει:
            -Κοίταξε νά σοῦ πῶ βρέ, δέν ξέρεις τί κάνεις. Γιατί κλείστηκες σ’ αὐτό τό κελλάκι, γιατί νά χαραμιστεῖς; Βγές νά πᾶς σέ κανένα καλύτερο μέρος πού θά ὠφελήσεις καί ἄλλους ἀνθρώπους.
            Καί ἄρχισε λοιπόν ὁ λογισμός αὐτός νά τόν ταλαιπωρεῖ. Νά φύγει.
            Ἀπό ποῦ νά φύγει; Ἀπό τό μοναστῆρι του.
            Καί ποῦ νά πάει; Νά τρέχει στούς δρόμους.
            Λέει μιά παροιμία: «Τό πρόβατο, ἔξω ἀπό τήν μάντρα, ἤ τοῦ χασάπη ἤ τοῦ λύκου». Ὁ ἅγιος Μακάριος, ἤξερε τί σημαίνει νά ξεπορτίζεις καί νά γυρίζεις πέρα-δῶθε. Γι' αὐτό λοιπόν δέν ἤθελε νά βγεῖ ἀπό τό κελλί του. Καί εἶπε: «Τώρα θά κάνω καί ἐγώ τήν πλάκα μου».
            Ξαπλώνει κάτω, μέ τό κεφάλι μέσα. Τό «κεφάλι μου» πρέπει νά εἶναι ὁπωσδήποτε μέσα στό κελλί μου. Τά πόδια μου, ἄς εἶναι ἀπ'  ἔξω.
            Καθώς ἦταν ξαπλωμένος ἔτσι, πάει ὁ διάβολος καί τόν τραβοῦσε ἀπό τό πόδι.
            Λέει ὁ ἅγιος:
            -Τράβα ὅσο θέλεις. Ἐγώ πιάνομαι ἀπό τόν παραστάτη τῆς πόρτας, δέν θά μέ βγάλεις μέ τίποτε, γιατί ἔχεις νά κάνεις μέ τόν Χριστό.
            Τέλος πάντων, παρότι δέν ἔγινε τίποτε, ὁ διάβολος ἐπέμενε καί τοῦ σφύριζε:
            -Πήγαινε ἐκεῖ νά κάνεις ἐκεῖνο. Τρέξε ἐκεῖ νά προκόψεις. Ἐδῶ δέν κάνεις τίποτε.
            Τότε ὁ ἅγιος Μακάριος, βγῆκε στήν ἔρημο, γέμισε ἕνα σακί πέτρες καί ἄμμο, τὄκοψε στόν ὦμο του καί γύριζε ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ, γύρω-γύρω ἀπό τό κελλί του, φορτωμένος μέ ἕνα σακί ἑξῆντα-ἑβδομῆντα ὀκάδες.
            Τό βράδυ φυσικά, εἶχε διαλυθεῖ. Καί εἶπε στόν ἑαυτό του:
            -Μακάριε, θέλεις νά γυρίζεις; Ἔτσι θά γυρίζεις, σάν τήν κατάρα. Θά λειώσεις. Κάτσε δωχάμω καί κύττα τήν ψυχή σου.
            Αὐτός ὁ λογισμός πού εἴπαμε γιά τόν ἅγιο Μακάριο, δέν μᾶς φαίνεται τίποτε, γιατί ἔχομε μάθει νά γυρίζομε ὅπου θέλομε.
            Ἀλλά νά πάρομε ἕναν ἄλλο λογισμό. Λέει ὁ διάβολος σέ κάποιον:
            -Βρέ μέ τό τίμιο καί μέ τό σωστό καί μέ τόν κόπο σου, δέν προοδεύεις. Ἅπλωσε λιγάκι τό χεράκι σου, κλέψε κάτι. Παραποίησε τούς λογαριασμούς. Ρύθμισε τό κομπιούτερ νά κλέβει καμιά δεκάρα.
            Σφυρίζει, σφυρίζει ὁ λογισμός, «Ἄ, θά τό κάνω», λές.
            Νά λοιπόν ἡ τσέπη, γέμισε.
            -Ἄχ, τί ὡραῖα.
            Ἔτσι ἀπό τήν τσέπη τά χρήματα μπῆκαν στήν καρδιά. Γλυκαίνεται ὁ ἄνθρωπος καί λέει:
            -Θά τό ξανακάνω, θά τό ξανακάνω.
            Καί τότε τί γίνεται;
            Μέ τί μοῦτρα νά πάει ὁ ἄνθρωπός μας στήν Ἐκκλησία; Πῶς νά κοιτάξει τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ; Μέ τί μοῦτρα νά πάει στόν πνευματικό, νά τοῦ πεῖ ὅτι θέλει νά ἐξομολογηθεῖ; Καί μέ τί θάρρος νά πάει νά κοινωνήσει τά ἅγια καί ἄχραντα μυστήρια, νά πάρει τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ μέσα του γιά νά ἁγιασθεῖ; Νά ἑνωθεῖ μέ τή ζωή; Πού ζωή εἶναι ὁ Χριστός; Καί κοινωνώντας νά μένει ζωντανός.
            Ὄχι μόνο σωματικά. Αὐτό εἶναι λίγο. Ἀλλά νά μένει πνευματικά ζωντανός. Γιά τόν Θεό ζωντανός, γιά τήν αἰώνια ζωή ζωντανός. Ὄχι ἕνα κινούμενο κουφάρι. Ζωντανός σωματικά, πεθαμένος ψυχικά, γιά τόν Θεό.
            Σέ πόσες ἀνάλογες πράξεις παγιδευόμαστε μέ ἕνα τέτοιο τρόπο; Καί σέ πόσα πάθη;
            Ἔτσι μᾶς παγιδεύει ὁ διάβολος.
Τά μάγια καί ἡ δαιμονοληψία
            Καί ὅταν παγιδευτοῦμε καί δέν ἔχομε ὄρεξη νά κάνομε τόν Σταυρό μας, μᾶς παγιδεύει μέ κάτι ἀκόμη χειρότερο. Πιό εἶναι;
            Τά μάγια καί ἡ δαιμονοληψία.
            Ἀπό κεῖ καί πέρα, ἔχει τήν δυνατότητα ὁ διάβολος νά μπεῖ ἀκόμη καί μέσα σέ ἕναν ἄνθρωπο καί νά τόν κάνει νά γίνει δαιμονισμένος. Ἀπό κεῖ καί πέρα, δουλεύουν τά μάγια πού κάνουν διάφοροι ἄνθρωποι συνεργάτες τοῦ διαβόλου. Μάγοι καί μάγισσες.
            Γι' αὐτό ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ μεγάλος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπειδή ὁ διάβολος εἶναι σέ ὅλα ψεύτης καί ὕπουλος, λέει:
            -Μήν ἔχετε ποτέ ἐμπιστοσύνη σέ ὅτι δέν γίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία. Μήν πᾶτε στό σπίτι νά βάλετε τόν τέντζερη μέ καυτό νερό γιά νά βρεῖτε τό σωστό. Στήν Ἐκκλησία νά τό μάθετε τό σωστό. Ὄχι μέ τά κάρβουνα, οὔτε μέ τά μάγια, οὔτε μέ τίς κλωστές, οὔτε μέ τίς νεράιδες, οὔτε μέ τίς πηγές. Ἀλλά στήν Ἐκκλησία. Στήν Ἐκκλησία θά μάθομε τή ζωή. Ὅτι γίνεται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, εἶναι ὅλα τοῦ διαβόλου. Μήν ἔχετε ἐμπιστοσύνη σέ κεῖνα πού τάχα γιά τήν ψυχή μας καί γιά ὠφέλεια, γίνονται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία.
            Ἔτσι εἶναι. Ἔτσι εἶχαν γίνει καί οἱ δύο δαιμονισμένοι. Καί ἐνῶ φόβος καί τρόμος γιά τούς ἄλλους, ἦταν ὁμονοημένοι μεταξύ τους, στό κακό. Συνέπιπταν οἱ λογισμοί τους, οἱ σκέψεις τους καί οἱ ἐπιθυμίες τους. Καί μποροῦσαν καί καθόντουσταν μαζί, χωρίς ὁ ἕνας νά ἐπιτίθεται στόν ἄλλο.
            Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ξεφύγει στό κακό, ἀλλά δέν ἔχει δαιμονιστεῖ, εἶναι ἐλεύθερος καί μπορεῖ νά μετανοήσει, νά ξαναγυρίσει μοναχός του. Ἀλλά ὅταν δαιμονιστεῖ, ὅταν δηλαδή ὁ διάβολος γίνει κυρίαρχος στό κεφάλι του καί στήν καρδιά του, στή σκέψη του καί στήν καρδιά του, δέν μπορεῖ πιά μόνος του νά σωθεῖ, νά διορθωθεῖ, νά μετανοήσει.
            Ἐδῶ θαυμάζομε τήν ἀγάπη καί τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὄντας Θεός παντοδύναμος, ἦλθε στή γῆ καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τά ἔργα καί τήν δουλεία τοῦ διαβόλου. Ἄς θυμηθοῦμε τά τροπάρια πού λένε; «Τόν ἐλευθερωτήν τῶν ψυχῶν ἡμῶν. Τόν λυτρωτή μας, τόν σωτήρα μας». Ἀπό τί;
            Ἀπό τόν διάβολο καί ἀπό τά ἔργα του. Ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν κόλαση.
            Ὅσο λοιπόν εἴμαστε ἐλεύθεροι, ἔστω καί ἄν ἔχομε παρασυρθεῖ σέ ἁμαρτίες, εἶναι καιρός καί ἔχομε τήν δυνατότητα νά μετανοήσομε καί νά σωθοῦμε. Ἅμα ὁ ἄνθρωπος δαιμονισθεῖ, γιά τόν ἑαυτό του δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε. Ὁ Χριστός ὅμως μπορεῖ. Καί νά.
            Ἀπέναντί του οἱ δαιμονισμένοι, δέν μιλᾶνε ἐκεῖνοι, μιλάει ὁ διάβολος. Καί τοῦ λέει:
            -Τί ἐμοί καί σοί Ἰησοῦ; Τί δουλειά ἔχω ἐγώ μέ ἐσένα Χριστέ; Τί σχέση ἔχω ἐγώ μέ ἐσένα; Ἄλλο βασίλειο ἐσύ, τοῦ καλοῦ· καί ἄλλο ἐγώ. Γιατί ἦρθες νά μέ βασανίσεις; Πρό καιροῦ; Πρίν ἔλθει ἡ δευτέρα Παρουσία, τότε πού θά τούς τιμωρήσεις ὅλους τούς κακούς; Καί μένα περισσότερο. Γιατί ἀπό τώρα;
            Καί ὁ διάβολος ἐπειδή κατάλαβε ἀπό τά νεύματα πού ἔκανε ὁ Χριστός ὅτι θά τοῦ δώσει μιά, ἕνα φύσημα νά φύγει, εἶπε τήν δική του πρόταση:
            -Μή διατάξεις Χριστέ μου, νά πάω ἀπό τώρα στήν αἰώνια κόλαση. Ἀλλά φέρσου μου καί ἐμένα εὔσπλαγχνα. Ἄφησε νά πάω στά γουρούνια.
            Ὁ Χριστός τούς εἶπε:
            -Πηγαίνετε. Βγεῖτε ἀπό τούς ἀνθρώπους καί πηγαίνετε στά γουρούνια.
            Γιατί τό ἔκανε; Γιά νά καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι πού τό εἶδαν.
            Γιατί ἅμα ἔβγαιναν τά δαιμόνια καί πήγαιναν γιά τήν κόλαση, κανένας δέν θά καταλάβαινε τίποτε, γιατί τήν κόλαση δέν τήν βλέπομε, ἀλλά τά γουρούνια τά βλέπομε. Καί εἴδαμε ὅτι ἀπό τήν στιγμή πού ἔδωσε τήν ἄδεια καί τήν ἐντολή ὁ Χριστός, τά δαιμόνια μπῆκαν στά γουρούνια καί αὐτά σάν νά τρελλάθηκαν, ὅρμησαν καί ἔπεσαν στήν λίμνη, πού ἦταν ἐκεῖ κοντά. Καί πνίγηκαν ὅλα.
Πῶς ζοῦμε τόν Χριστό
            Τί μᾶς λέει τό γεγονός αὐτό; Ἀπό τήν δαιμονοληψία ὁ ἄνθρωπος σώζεται, ἀλλά σώζεται μόνο μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν τό θέλει ὁ Χριστός. Καί γιά νά τό θέλει ὁ Χριστός, ἐκεῖνοι πού ἔχουν ἄνθρωπο πού δέχθηκε τέτοιο κακό καί δέθηκε μέ μάγια ἤ μέ ὁτιδήποτε ἄλλο κακό εἶναι δυνατόν, χρειάζεται νά κάνουν προσευχή καί νηστεία πολλή. Καί νά καλέσουν τόν Χριστό.
            Τώρα, ἀντί τοῦ Χριστοῦ, ἔρχεται ὁ παπᾶς φορώντας τό πετραχήλι, τήν χάρη τοῦ Χριστοῦ καί στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ διατάζει τά δαιμόνια νά φύγουν καί τά ἐξορκίζει καί τά διώχνει.
            Ἀλλά χρειάζεται ἀπό μᾶς πίστη καί προσευχή καί νηστεία καί παράκληση πρός τόν Χριστό πολλή.
            Ἀλλοίμονο ἅμα δέν καταλάβομε, ὅτι ἡ ζωή κοντά στόν Χριστό εἶναι ἡ αἰώνια καί ἀληθινή ζωή. Καί ὅτι ἡ ἐπίγεια ζωή, αὐτή πού τώρα ζοῦμε, ὅσο ἐπιτυχημένη καί ἄν τήν κάνομε δέν εἶναι παρά ἕνας θάνατος, κάτι πού θά τελειώσει καί θά σβύσει.
            Ἀπό κεῖ καί πέρα, ἀλλοίμονο στόν ἄνθρωπο πού δέν θά ἀξιωθεῖ νά πάει κοντά στόν Χριστό.
Ποῦ πιστεύομε;
            Ἀλλά νά δοῦμε, πῶς φερνόμαστε ἐμεῖς.
            Ὅταν πνίγηκαν τά γουρούνια, βγῆκαν τό ἀφεντικά τους ἀπό τήν πόλη καί πῆγαν μαζί, ἕνα τσοῦρμο ἄνθρωποι στόν Χριστό.
            Τί ἔπρεπε νά τοῦ ποῦν;
            -Χριστέ μου, ἐλευθέρωσες τούς δύο δαιμονισμένους! Χίλια εὐχαριστῶ, χίλια εὐχαριστῶ. Σέ προσκυνοῦμε. Τί νά κάνομε γιά νά εὐαρεστήσομε ἐνώπιον σου;
            Ἀλλά οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἔχοντας ὑποδουλωθεῖ στό συμφέρον, στήν ἁμαρτία, στήν ὅποια ἁμαρτία, ὅταν εἶδαν τόν Χριστό τοῦ εἶπαν:
            -Χριστέ μου, ἐμᾶς οἱ δύο ἄνθρωποι πού θεραπεύτηκαν, δέν μᾶς ἀπασχολοῦν. Ἐμεῖς ξέρομε ὅτι τά γουρούνια μας ἔδιναν χρήματα πολλά... Καταλαβαίνομε ὅτι ἔχεις δύναμη πολλή καί μπορεῖς νά κάνεις καί ἄλλα. Σέ παρακαλοῦμε, πήγαινε ἀλλοῦ. Ἐμεῖς προτιμᾶμε τά γουρούνια μας ἀπό σένα.
            Τότε πού γινόταν ὁ πόλεμος στή Σερβία, εἴδαμε στίς ἐφημερίδες τήν ἑξῆς γελοιογραφία: Ἦταν ζωγραφισμένο ἕνα δολλάριο, πού ὅπως ξέρομε ἔχει στά Ἀγγλικά τήν ἐπιγραφή: «Ἔχομε τήν ἐλπίδα μας στό Θεό». Ἀλλά ὁ δημοσιογράφος διόρθωσε τήν λέξη God πού σημαίνει «Θεός» καί τήν ἔκανε gold πού σημαίνει «χρυσάφι». Καί σχολίασε:
            «Ὅσοι κάνουν τέτοια πράγματα, πολέμους κλπ. δέν πιστεύουν στό Θεό. Ἡ ἐλπίδα τους εἶναι στό χρυσό. Ὄχι στό Χριστό. Τό χρυσάφι προσκυνοῦν. Ὄχι τόν Χριστό».
            Ἐμεῖς τί προτιμᾶμε;
            Τό Χριστό ἤ τόν χρυσό;
            Τί προτιμᾶς; Τήν ζωή αὐτή ὅσο καί νά διαρκέσει ἤ τήν αἰώνια;
            Τί προτιμᾶς; Νά ἔχεις χορτάτη τήν σάρκα ἤ νά ἔχεις χορτάτη τήν καρδιά καί τήν ψυχή; Ποιό προτιμᾶς νά εὐφραίνεις;
            Ποιόν θέλεις Πατέρα σου; Τόν Χριστό ἤ τόν διάβολο;
            Στοιχίζει νά μιλᾶ κανείς ἔτσι. Ἀλλά εἶναι ἀπαραίτητο, γιατί σέ μερικές ἀρρώστιες, τά πικρά φαγητά κάνουν καλό. Ἀνορθώνουν καί δίνουν ὑγεία. Ὅποιος ἀγαπᾶ ἀληθινά, πικραίνει καμιά φορά τόν συνάνθρωπό του. Τόν πικραίνει γιά τήν σωτηρία του, γιά νά συνετισθεῖ, γιά νά γίνει καλύτερος.
            Νά παρακαλέσομε τόν Χριστό νά μᾶς φωτίζει νά ζοῦμε κοντά του. Γιατί μακρυά ἀπό τόν Χριστό ὅλα κινδυνεύουν νά πέσουν στό θάνατο καί στήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου.
            Καί νά κλείνομε τά αὐτιά μας σέ κείνους πού μᾶς λένε «δέν ἔχει σημασία τό τί κάνει κανείς. Δέν ἔχει σημασία τί θά γίνει μετά τόν θάνατο». Ἔχει καί παραέχει. Γι' αὐτό ἄλλωστε ἐρχόμαστε στήν Ἐκκλησία. Καί τά τά μνημόσυνα γι' αὐτό τά κάνομε. Γιά νά συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες τῶν κεκοιμημένων καί μέ τίς προσευχές μας, νά μήν ὑπάρξει καμιά πιθανότητα νά μείνουν μακρυά ἀπό τόν Χριστό. Πράγμα τό ὁποῖο εὐχόμαστε ὄχι μόνο γιά τούς δικούς μας, ἀλλά γιά ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς κεκοιμημένους.
            Ἄς προσευχόμαστε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο ὥστε νά βαδίζομε ὅλο καί καλύτερα στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
πηγη.zoiforos