Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Τό πρῶτο μάθημά μου γιά τήν ἀρχοντιά

Τό πρῶτο μάθημά μου γιά τήν ἀρχοντιά
Τσάτσος Κωνσταντῖνος (+) (1899-1987)
 



Θά 'μουνα δέκα χρονῶν. Τό καλοκαίρι, ὅταν τελείωνα τό σχολεῖο κατέβαινα στό ἰσόγειο δικηγορικό γραφεῖο τοῦ πατέρα μου, ὅπου καί μέ ἔβαζαν νά ἀντιγράφω δικόγραφα. Γιά τίς τέσσερις σελίδες χωρίς περιθώριο, πληρωνόμουν μία δραχμή.

Καθισμένος σ' ἕνα ἀπό τά γραφεῖα τῶν βοηθῶν χάζευα ποὺ καί ποὺ τούς πελάτες, κάθε λογῆς, ποὺ μπαινόβγαιναν.

Ἕνα πρωινό ἦρθε ἕνας λεβεντόγερος μέ κάτασπρη φουστανέλλα. Οἱ φουστανελλάδες ἀκόμη τότε δέν ἦταν σπάνιο φαινόμενο. Εἶδα τούς βοηθούς δικηγόρους νά σηκώνονται καί νά τοῦ κάνουν μιὰν ἰδιαίτερα θερμή ὑποδοχή.

Ὁ πρῶτος βοηθός πού φαίνεται νά τόν γνώριζε καλά, ἔπιασε κουβέντα μαζί του. Καί μιὰ στιγμή τόν ρωτάει: «Καί τώρα, μπάρμπα Μῆτρο, πόσων χρόνων εἶσαι;» Καί ὁ μπάρμπα Μῆτρος, μέ τ' ὄνομα Δημήτριος Μαλαμούλης πού εἶχε ἐν τῷ μεταξύ στρογγυλοκαθίσει, τοῦ ἀπαντάει μονολεκτικά... «Δύο». Δηλαδή ἑκατόν δύο. Ἀπό τά ἑκατό εἶχε ἀρχίσει νέα ἀρίθμηση.

Βγῆκε ἐν τῷ μεταξύ ὁ πατέρας μου. Τόν ὁδήγησε στό μέσα γραφεῖο τά εἴπανε μέ αὐτόν καί τό γιό του, ἕνα λεβέντη ἑβδομηνταπεντάρη, καί ὅταν βγῆκαν στό δωμάτιο πού βρισκόμουν καί ἐγώ, πρῶτα μέ σύστησε καί ὕστερα μοῦ ἀνήγγειλε ὅτι θά πᾶμε τήν Κυριακή νά ἐπισκεφθοῦμε τόν Μαλαμούλη στό χειμαδιό του, κάπου στόν Ὠρωπό.

Ἀπό κουβέντα δέν ἔπαιρνε ὁ μπάρμπα Μῆτρος. Λίγα λόγια, μετρημένα, βαριά. Τούς βοηθούς τοῦ πατέρα μου κι ἐμένα εἶχα τό αἴσθημα ὅτι μᾶς ἔβλεπε σάν μικρό κοπάδι ἀρνάκια. Μικρό, διότι ὁ Μαλαμούλης εἶχε ἀπάνω ἀπό 3000 ἀρνιά καί κατσίκια, στά Ἄγραφα τό καλοκαίρι καί τόν χειμώνα στά ὀρεινά τῆς Ἀττικῆς.

Τήν Κυριακή, ὅταν φθάναμε στόν τόπο ὅπου εἶχε στήσει τά τσαντήρια του, τῶν παιδιῶν, τῶν ἐγγονῶν καί τῶν δισεγγόνων του, ρίχτηκαν οἱ καθιερωμένες μπαταριές καί μετά μαζευτήκαμε στό μεγάλο τσαντήρι τοῦ Γέρου. Εἶχα μαζί μου, νέο εἰκοσάχρονο, τόν δάσκαλό μου Basset, αὐτόν πού ἔκανα πρόσωπο στούς «Διαλόγους σέ μοναστήρι». Αὐτός πού δέν χόρταινε νά θαυμάζει.

Σέ λίγο σταύρωσε ὁ Γέρος τό πρῶτο ψωμί. Καί οἱ γυναῖκες, ἀμίλητες καί φασαρεμένες μοίραζαν τά κοψίδια, ἀρνάκι, κατσικάκι, ὅλα τά ἀγαθά. Θυμᾶμαι ἀκόμη τίς βεδοῦρες τά γιαούρτια. Ὁ γέρο Μαλαμούλης, στή μέση καθισμένος σταυροπόδι, μέσ' στίς ἄσπρες βελέντζες, τά ἐπόπτευε ὅλα καί ἔδινε στίς γυναῖκες καί στούς παραγιούς προσταγές.

Ὅταν λίγο μεγαλύτερος διάβασα «Ὀδύσσεια» τόν γέρο Μαλαμούλη τόν ταύτιζα μέσ' στή φαντασία μου μέ τόν Νέστορα, ὅταν δέχονταν τόν Τηλέμαχο.

Καθώς ἤμουν καθισμένος πλάι στόν πατέρα μου τόν ρώτησα ψιθυριστά: «Qu'est-il ce vieux;». «C'est un grand seigneur» μοῦ ἀπαντάει o πατέρας μου καί αὐτός ψιθυριστά. Καί γυρίζοντας ἀργότερα τό λόγο στά ἑλληνικά: «Νά καταλάβεις τί εἶναι ἀρχοντιά».

Ἦταν τό πρῶτο μάθημά μου γιά τό μέγα τοῦτο ἠθικό ἀγαθό: τήν ἀρχοντιά.

Ἀργότερα, μεγάλος σ' ἕνα πελοποννησιακό χωριό, γνώρισα ἕναν ἄλλο πιό νέο, σχεδόν μεσόκοπο, χωρικό. Στό πρόσωπό του ξανασυνάντησα αὐτό πού εἶχα γνωρίσει παιδί στό πρόσωπο τοῦ Μαλαμούλη: τήν ἀρχοντιά. Τό σταύρωμα τοῦ καρβελιοῦ ἀπό αὐτόν ἦταν μιὰ ἱεροπραξία.

Ἡ ἀρχοντιά δέν εἶναι συνώνυμο μέ τήν ἀριστοκρατικότητα, δέν σημαίνει καμιά ταξική διαφορά ἤ μία διαφορά πλούτου. Ἀλλά δέν εἶναι καί ἕνα ἠθικό ἁπλῶς γνώρισμα. Εἶναι μιὰ σύνθεση ὑπερηφάνιας, εὐπρέπειας, αὐτοπεποίθησης, μεγαλοψυχίας. Ἄρχοντες βρίσκεις ἐγκατεσπαρμένους σέ ὅλα τά εἴδη ἀνθρώπων. Ὁ ἄρχοντας δέν γίνεται ποτέ μάζα, σέ ὅποια τάξη καί ἄν ἀνήκει, μένει πάντα πρόσωπο. Δέν μπορῶ — ἴσως ἀδυναμία μου — μέ μία φράση νά τήν ὁρίσω τήν ἀρχοντιά. Ἀλλά ὅταν συναντῶ κάποιον πού ἔχει αὐτό τό σύμπλεγμα τῶν ἀρετῶν πού τήν ἀπαρτίζουν, τότε τήν ἀναγνωρίζω. Λέω μέσα μου: Αὐτός εἶναι ἄρχοντας. Ἀνήκει σέ αὐτή τήν ἐκλεκτή κατηγορία ἀνθρώπων.

Ἔχομε ἄρχοντες κατά τήν νομικήν ἔννοια, πού δέν ἔχουν ἀρχοντιά. Ἔχομε ὅμως χειρώνακτες πού ἔχουν ἀρχοντιά.


πηγη.agiazoni

Ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν ἐξορία, (Τοῦ Ἀσώτου)

Ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν ἐξορία, (Τοῦ Ἀσώτου)
Schmemann Alexander (Protopresbyter (1921-1983))
 



Τὴν τρίτη Κυριακή τῆς προετοιμασίας μας γιὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ διαβάζουμε τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ (Λουκ. 15, 11-32). Ἡ παραβολὴ τούτη μαζὶ μὲ τοὺς ὕμνους τῆς ἡμέρας αὐτῆς μᾶς παρουσιάζουν τὴ μετάνοια σὰν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἐξορία.

Ὁ ἄσωτος γιός, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, πῆγε σὲ μία μακρινὴ χώρα καὶ κεῖ σπατάλησε ὅτι εἶχε καὶ δὲν εἶχε. Μία μακρινὴ χώρα! Εἶναι ὁ μοναδικὸς ὁρισμὸς τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἀποδεχτοῦμε καὶ νὰ τὸν οἰκειοποιηθοῦμε καθὼς ἀρχίζουμε τὴν προσέγγισή μας στὸ Θεό. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε αὐτὴ τὴν ἐμπειρία, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, ποὺ ποτὲ δὲν αἰσθάνθηκε ὅτι εἶναι ἐξόριστος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωή, αὐτὸς ποτὲ δὲ θὰ καταλάβει τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ Χριστιανισμός. Καὶ αὐτὸς ποὺ νιώθει «σὰν στὸ σπίτι του» σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ ἔμεινε ἄτρωτος ἀπὸ τὴ νοσταλγία γιὰ μία ἄλλη πραγματικότητα, αὐτὸς δὲ θὰ καταλάβει τί εἶναι μετάνοια.

Ἡ μετάνοια συχνὰ ταυτίζεται μὲ μία «ψυχρὴ καὶ ἀντικειμενικὴ» ἀπαρίθμηση ἁμαρτιῶν καὶ παραβάσεων, ὅπως μία πράξη «ὁμολογίας ἐνοχῆς» ὕστερα ἀπὸ μία νόμιμη μήνυση. Ἡ ἐξομολόγηση καὶ ἡ ἄφεση ἁμαρτιῶν θεωροῦνται σὰν νὰ ἦταν δικαστικῆς φύσεως. Ἀλλὰ παραβλέπεται κάτι πολὺ οὐσιαστικὸ χωρὶς τὸ ὁποῖο οὔτε ἡ ἐξομολόγηση οὔτε ἡ ἄφεση ἔχει κάποιο πραγματικὸ νόημα ἢ κάποια δύναμη. Αὐτὸ τὸ «κάτι» εἶναι ἀκριβῶς τὸ αἴσθημα τῆς ἀποξένωσης ἀπὸ τὸ Θεό, ἀπὸ τὴ μακαριότητα τῆς κοινωνίας μαζί Του, ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ ὅπως τὴ δημιούργησε καὶ μᾶς τὴν ἔδωσε Ἐκεῖνος. Ἀλήθεια, εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ ἐξομολογηθῶ ὅτι δὲν νήστεψα τὶς καθορισμένες γιὰ νηστεία μέρες, ἢ ὅτι παράλειψα τὴν προσευχή μου ἢ ὅτι θύμωσα. Ἀλλὰ εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ πράγμα νὰ παραδεχτῶ ξαφνικὰ ὅτι ἔχω ἀμαυρώσει καὶ ἔχω χάσει τὴν πνευματική μου ὀμορφιά, ὅτι εἶμαι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ πραγματικό μου σπίτι, τὴν ἀληθινὴ ζωὴ καὶ ὅτι κάτι πολύτιμο καὶ ἁγνὸ καὶ ὄμορφο ἔχει ἀνέλπιστα καταστραφεῖ στὴ δομὴ τῆς ὕπαρξής μου. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως, αὐτὸ καὶ μόνο αὐτό, εἶναι μετάνοια καί, ἐπὶ πλέον, εἶναι μία βαθιὰ ἐπιθυμία ἐπιστροφῆς, ἐπιθυμία νὰ γυρίσω πίσω, νὰ ἀποκτήσω ξανὰ τὰ χαμένο σπίτι.

Ἔλαβα ἀπὸ τὸ Θεὸ θαυμαστὰ πλούτη: πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴ ζωὴ καὶ τὴ δυνατότητα νὰ τὴ χαίρομαι, νὰ τὴν ὀμορφαίνω μὲ νόημα, ἀγάπη καὶ γνώση: ὕστερα — μὲ τὸ Βάπτισμα — ἔλαβα τὴ νέα ζωὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό, τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν εἰρήνη καὶ τὴ χαρὰ τῆς οὐράνιας Βασιλείας. Ἔλαβα τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα ἀπ’ αὐτή, τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίσω καθετὶ καὶ τὴ δύναμη νὰ εἶμαι «τέκνον Θεοῦ». Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχασα, τὰ χάνω καθημερινά, ὄχι μόνο μὲ τὶς «συγκεκριμένες ἁμαρτίες» καὶ τὶς «παραβάσεις» ἀλλὰ μὲ τὴν ἁμαρτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν: τὴν ἀπομάκρυνση τῆς ἀγάπης μου ἀπὸ τὸ Θεό, προτιμώντας τὴν «μακρινὴ χώρα» ἀπὸ τὸ ὄμορφο σπίτι τοῦ Πατέρα.

Ἡ Ἐκκλησία ὅμως εἶναι ἐδῶ παροῦσα γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τί ἔχω ἐγκαταλείψει, τί ἔχω χάσει. Καὶ καθώς μοῦ τὰ ὑπενθυμίζει μὲ τὸ Κοντάκιο τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ἀναλογίζομαι ὅτι: Τῆς πατρῴας, δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι τὴν τοῦ Ἀσώτου, φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου Πάτερ οἰκτίρμον, δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.

Καί, καθὼς ἀναλογίζομαι, βρίσκω μέσα μου τὴν ἐπιθυμία τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τὴ δύναμη νὰ τὴν πραγματοποιήσω: «ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῶ, πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου, ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου».

Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ ἀναφέρουμε εἰδικὰ μία λειτουργικὴ λεπτομέρεια τῆς Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου. Στὸν Ὄρθρο, μετὰ τὸν γιορταστικὸ καὶ χαρούμενο ψαλμὸ τοῦ Πολυελαίου, ψέλνουμε τὸν λυπηρὸ καὶ νοσταλγικὸ 136ο ψαλμό:

Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθήσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιὼν... πῶς ἄσομαι τὴν ὠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλότριας; ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου· κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λαρύγγί μου, ἐὰν μὴ σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου.

Εἶναι ὁ ψαλμὸς τῆς ἐξορίας. Τὸν ἔψαλλαν οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὴ βαβυλώνια αἰχμαλωσία τους καθὼς σκέφτονταν τὴν ἱερὴ πόλη τους, τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἀπὸ τότε ὁ ψαλμὸς αὐτὸς ἔγινε ὁ ψαλμὸς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ συνειδητοποιεῖ τὴν ἀποξένωσή του ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ συναισθανόμενος αὐτὴ τὴν ἐξορία γίνεται πάλι ἄνθρωπος. Γίνεται ἐκεῖνος ποὺ ποτὲ πιὰ δὲ θὰ νιώσει βαθιὰ ἱκανοποίηση μὲ τίποτε στὸν «πεπτωκότα» αὐτὸν κόσμο, γιατί ἀπὸ τὴ φύση καὶ ἀπὸ τὴν κλήση του εἶναι ἕνας ἀναζητητὴς τοῦ Τέλειου. Ὁ ψαλμὸς αὐτὸς θὰ ψαλεῖ δύο ἀκόμα φορές: τὶς δύο τελευταῖες Κυριακὲς πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή· καὶ τὴν παρουσιάζει σὰν ἕνα μακρινὸ ταξίδι, σὰν μετάνοια, σὰν ἐπιστροφὴ.

πηγη.agiazoni

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής του Ασώτου,

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής του Ασώτου, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά


Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής του Ασώτου, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά
 Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ
(Λουκ. 15, 11-32)
1. Ἡ θρασύτητα τοῦ γυιοῦ καί ἡ καλωσύνη τοῦ Πατέρα

Ὁ Κύριος καί σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός, μᾶς εἶπε τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου, γιά νά μᾶς δείξει πῶς πρέπει νά προσέχουμε τή ζωή μας καί τό μυαλό μας.
Νά μᾶς διδάξει, ὅτι στή ζωή μας, πρέπει νά ἔχουμε πρῶτα τό καθῆκον.
Καί μέσα στό μυαλό μας καί τήν καρδιά μας, νά ἔχουμε πρῶτα ἀπ'  ὅλα, τήν ἀπέραντη ἀγαθότητα, καλωσύνη καί εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Τήν σκέψη ὅτι ὁ Θεός εἶναι πολυεύσπλαγχνος, γεμάτος ἀγάπη καί καλωσύνη. Ὅλα τά ἄλλα πρέπει νά εἶναι δεύτερα, τρίτα καί τελευταῖα.
Μᾶς εἶπε λοιπόν ὁ Κύριος:
Ἕνας πατέρας εἶχε δύο παιδιά. Τά δύο παιδιά του ὅμως, ἦταν δύο διαφορετικοί κόσμοι. Ὁ ἕνας εἶχε τό νοῦ του στόν ἑαυτό του. Στό τί θέλω, τί μοῦ ἀρέσει. Καί ὁ ἄλλος εἶχε τήν σκέψη του στό καθῆκον. Τί ὀφείλω νά κάνω. Τί πρέπει νά κάνω. Τί ἔχω χρέος νά κάνω, ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πατέρα μου.
Ὁ πρῶτος γυιός, θά λέγαμε ὁ ἔξυπνος καί ὁ μάγκας τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, πῆγε μιά μέρα στόν πατέρα του καί τοῦ εἶπε:
-Πατέρα, τί νά τό κάνω ἐγώ νά περιμένω νά πεθάνεις, γιά νά σέ κληρονομήσω. Τότε πού θἄχω γεράσει; Χάρισμά σου τότε. Ἐγώ τώρα τά θέλω. Νά μᾶς δώσεις, νά μᾶς μοιράσεις τήν περιουσία, νά μπορέσω καί ἐγώ νά κάνω ὅτι θέλω. Ἐγώ, τώρα τά θέλω τά χρήματα. Δέν τά θέλω τότε πού θά μοῦ τά δώσεις ἐσύ.
Ὁ πατέρας φέρθηκε μέ καλωσύνη. Καί τοὖπε:
-Καλά παιδί μου, νά σᾶς τά μοιράσω.
Καί μοίρασε τήν περιουσία του στά δύο.
Τά μισά τοῦ πρώτου παιδιοῦ καί τά ἄλλα μισά τοῦ ἄλλου.
Καί δικά του; Τίποτε. Γιατί ὁ πατέρας αὐτός, δέν ἦταν τοῦ ἑαυτοῦ του, δέν ζοῦσε γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά ἦταν τοῦ καθήκοντος. Τί πρέπει νά κάνει γιά τά παιδιά του. Καί ἀφοῦ τά μοίρασε, ἔμεινε χωρίς περιουσία.
Ὁ νεώτερος υἱός, πῆρε τό μερδικό του, τά μισά καί ἔφυγε μακρυά. Γιατί κάθε ἄνθρωπος πού θέλει νά κάνει τή ζωή του, μέ ἁπλά λόγια, «βρώμικη» ζωή, δέν θέλει τά μάτια τοῦ πατέρα του, τῆς μάνας του καί τῶν γνωστῶν του ἀπό πάνω του. Θέλει νά κρυφτεῖ ἀπό τά μάτια τους.
Γι' αὐτό πῆγε ὁ νεώτερος σέ χώρα μακρινή. Ἐκεῖ ἄρχισε νά ζεῖ, ὅπως τοῦ ἄρεσε. Ὅπως τοῦ κάπνιζε. Μέ ἁμαρτίες, μέ διασκεδάσεις, μέ ἀσωτεῖες, μέ πορνεῖες. Γιά τίς ὁποῖες θά ἀκούσατε στόν Ἀπόστολο, ὅτι ἡ πορνεία εἶναι ἡ χειρότερη ἁμαρτία. Μολύνει ὄχι μόνο τήν ψυχή, ἀλλά καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτό λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ὅλα τά ἁμαρτήματα βέβαια πρέπει νά τά ἀποφεύγετε, ἀλλά ἰδιαίτερα φροντίστε νά φεύγετε μακρυά ἀπό τήν πορνεία. Γιατί εἶναι μία ἀπό τίς χειρότερες ἁμαρτίες, πού διώχνει ἀπό τήν ψυχή τήν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος».
Γλεντοῦσε λοιπόν αὐτός ὁ νεαρός, ἐκεῖ ποῦ πῆγε, καί νόμιζε ὅτι ἐπιτέλους ζεῖ καί ἀπολαμβάνει τή ζωή.
Ἀλλά τί γινόταν;
2. Μιά ὀχιά κρυμμένη στά ἄνθη
Θά τό ποῦμε μέ μιά ἱστορία.
Κάποτε, ἕνα παιδί, μάζευε μέσα ἀπό τά καλάμια, κάποια ὡραῖα λουλούδια, πού τοῦ ἄρεσαν. Ἀλλά, ψάχοντας γιά τά λουλούδια, μιά ὀχιά πού ἦταν ἐκεῖ, τόν δάγκωσε. Καί τό παιδί δηλητηριάστηκε. Ἔβαλε τίς φωνές, ἔτρεξαν μερικοί ἄνθρωποι καί προσπάθησαν νά τό βοηθήσουν μέ τά γιατροσόφια πού ἤξεραν. Τοὔδεσαν τό χέρι, τοῦ τὄσκισαν στήν πληγή, ἔτρεξε αἷμα ἀρκετό καί βγῆκε τό πολύ δηλητήριο.
Τό παιδί πρίστηκε, μαύρισε τό δέρμα του, βασανίστηκε πολλές ἡμέρες, πόνεσε, κινδύνευσε, ἀλλά τελικά σώθηκε «ὡς ἐκ θαύματος». Βέβαια ὑπέφερε φοβερά. Καί εἶχε πρόβλημα σέ ὅλη τοῦ τή ζωή.
Ἀπό τί ὅλα αὐτά;
Ἀπό τό ὅτι πῆγε στά καλάμια νά μαζέψει τί;
Ὄμορφα λουλούδια. Πού τοῦ ἄρεσαν.
Ποῦ νά τό φανταστεῖ ὅτι πίσω ἀπό τήν ὀμορφιά τους, παραμόνευε ὁ θάνατος...
Ὅπως μέσα στά καλάμια καί πίσω ἀπό τά λουλούδια, εἶναι δυνατόν νά κρύβεται ἡ ὀχιά, καί νά θέτει σέ κίνδυνο τήν ζωή μας, ἔτσι καί πίσω ἀπό μερικά «πράγματα» πού εἶναι εὐχάριστα καί μᾶς ἀρέσουν καί τά ἐπιδιώκομε, ἐκεῖνα πού εἶναι ἀντίθετα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κρύβεται μιά ἄλλη ὀχιά πιό ἐπικίνδυνη ἀπό αὐτή πού ξέρομε.
Γιατί ἡ ὀχιά πού ξέρομε δηλητηριάζει τό σῶμα, ἡ ἄλλη, δηλητηριάζει τήν ψυχή.
Καί ἡ μέν σωματική ζωή, τήν ὁποία δεχθήκαμε καί κληρονομήσαμε ἀπό τόν πατέρα μας καί ἀπό τήν μητέρα μας, ὁπωσδήποτε μιά ἡμέρα θά τελειώσει. Ὅταν θά πεθάνομε.
Ἡ ζωή ὅμως πού πήραμε ἀπό τόν Θεό, ὅταν μᾶς ἔδωσε ψυχή καί ἡ ζωή πού μᾶς χάρισε στό ἅγιο βάπτισμα εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, δέν τελειώνουν. Καί ἔχουμε δυνατότητα καί δικαίωμα, νά τήν διατηρήσουμε αἰώνια στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἐμεῖς «παίζουμε» μέ τά ὄμορφα, -ἄν εἶναι δυνατόν νά τά ποῦμε ὄμορφα - τοῦ κόσμου τούτου. Τά φθαρτά καί παροδικά.
Πόσο θαυμάζουμε τά λουλούδια! Ἀλλά ὅσο ὄμορφα καί ἄν εἶναι, ἡ ὀμορφιά τους κρατᾶ μιά ἡμέρα, δυό ἡμέρες, τρεῖς ἡμέρες. Μετά μαραίνονται. Ἐλάχιστο χρόνο μένουν ὄμορφα τά λουλούδια. Ἔπειτα εἶναι γιά πέταμα. Γίνονται βρωμιά, σαπίζουν. Δέν κάνουν γιά τίποτε.
Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἅμα ἐξετάσει καί φιλοσοφήσει κανείς σωστά ἐκεῖνα πού μᾶς ἀρέσουν καί μᾶς γοητεύουν στή ζωή, ἕνα τίποτε εἶναι. Πέρασε; Δέν μένει τίποτε. Σάν τό λουλούδι, τό κρίνο. Πού ἔτσι καί τσαλακώσεις λίγο τό φύλλο του, πάει· εἶναι γιά πέταμα. Αὐθημερόν μάλιστα. Τόσο μάταιη εἶναι ἡ ἀπόλαυση πού μᾶς προσφέρει ἡ ἁμαρτία.
• Ἤπιες; Τελείωσε τό πιοτό; Τί κέρδισες;
Μένεις μέ τό ρεζιλίκι τοῦ μεθυσιοῦ.
• Ἤ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, ἔπεσε ἕνας ἄνθρωπος σέ πορνεία. Τελείωσε. Τί ἔμεινε; Τίποτα ἀπολύτως. Μόνο τίποτα; Ἔμεινε ἡ πίκρα στήν ψυχή καί τό βάρος τῆς ἁμαρτίας. Μιά σαπίλα καί μιά δυσωδία πού κάνουν τό Πανάγιο Πνεῦμα νά φεύγει. Καί τούς ἀγγέλους νά ἀπομακρύνονται.
• Ὀργίσθηκε κάποιος καί θέλησε νά βρίσει. Ἤ νά βλαστημήσει.
Τό ἔκανε. Ἔβρισε καί βλαστήμησε. Καί λοιπόν;
Γιά μιά στιγμή, νομίζει ὅτι κάτι ἔκανε· καί λέει: «Ἔ, καλά τοῦ τήν ἔκανα τοῦ ἀλήτη». Καί μετά; Μετά μόνο τό βάρος τῆς ψυχῆς. Γιά πόσο; Μπορεῖ καί γιά αἰώνια. Μπορεῖ καί γιά πάντα.
3. Μακρυά ἀπό τόν Θεό εἶναι μεγάλη φτώχεια
Πότε δέν θά εἶναι γιά πάντα;
Μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος «ἔλθει εἰς αἴσθησιν».
Λέγει παρακάτω ὁ Χριστός, ὅτι ὁ ἄσωτος σιγά-σιγά ξόδεψε τόν πλοῦτο, πού πῆρε ἀπό τόν πατέρα του. Ἐννοεῖται ὅτι πλοῦτος εἶναι τά χαρίσματα πού μᾶς δίνει ὁ Θεός.
Ποιά χαρίσματα εἶναι αὐτά;
Ἀγάπη γιά τόν Θεό.
Ἀγάπη γιά τό συνάνθρωπο.
Τιμή γιά τό συνάνθρωπο.
Σεβασμός γιά τό συνάνθρωπο.
Διάθεση βοήθειας γιά τό συνάνθρωπο.
Ὅλα αὐτά τά μεγάλα χαρίσματα, ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς πού ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι... μέσα στή ζωή τῆς ἁμαρτίας, καταστρέφονται ὅλα. Τότε ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν ἄλλο σάν ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως.
Καί προσπαθεῖ νά τόν ἐκμεταλλευτεῖ.
Τί νά τοῦ ἐκμεταλλευτεῖ; Τήν τσέπη του, τόν κόπο του, τήν ψυχή του, τό σῶμα του. Ὅλα θέλει νά τά ἐκμεταλλευτεῖ, ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ὑποδουλωθεῖ στήν ἁμαρτία, γιά τό δικό του κέφι. Γιά τό τί τοῦ ἀρέσει. Γιά τό τί θέλει.
Ἐνῶ τό θέλημα τό ἅγιο τοῦ Θεοῦ εἶναι νά λέμε:
Ὁ ἄνθρωπος ἀπέναντί μου, εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατέρα μου «τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Παιδί του, σάν κι ἐμένα. Ἀδελφός μου εἶναι. Τί ἔχω χρέος νά κάνω; Νά τόν ἀγαπάω. Νά τόν προστατεύω. Νά τόν βοηθῶ. Νά τόν σέβομαι. Εἴτε εἶναι ἄνδρας, εἴτε εἶναι γυναίκα. Εἴτε εἶναι ἀγόρι, εἴτε εἶναι κορίτσι. Τί διαφορά ὑπάρχει; Μιά οἰκογένεια εἴμαστε, τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος σκέπτεται ἔτσι τί γίνεται;
Ἄγγελος ἐπάνω στή γῆ.
Ὅταν σκέπτεται ἀλλιῶς, γίνεται δαιμόνιο.
Καί πτωχεύει. Συνεχῶς πτωχεύει.
Ἔτσι λοιπόν καί ὁ ἄσωτος μακρυά ἀπό τόν Θεό καί σκορπίζοντας τόν πλοῦτο, ἐπτώχευσε τόσο πολύ, πού αἰσθανόταν ὅτι βρίσκεται σέ μεγάλη ἀνάγκη. Καί ὅ,τι τρώει, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό ξυλοκέρατα. Πού τρῶνε τά γουρούνια. Γιατί ἐκεῖ καταντάει ἀδελφοί ὁ ἁμαρτωλός. Ὁ ἄνθρωπος μακρυά ἀπό τόν Θεό. Τρώει, καί ἐκείνη τήν στιγμή πού τρώει, νομίζει πώς κάτι κάνει, ἀλλά ἀμέσως μετά μένει μέ πίκρα. Τίποτε ἄλλο. Γι' αὐτό δέν ὑπάρχει στούς ἁμαρτωλούς χαρά.
Χαρά εἶναι νά μπορεῖς νά μείνεις καί μοναχός σου. Τί ζήλεψαν οἱ μοναχοί ἀπό τούς βράχους τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἤ τοῦ Σινά; Γιατί πῆγαν ἐκεῖ; Γιά νά προσευχηθοῦν γιά τήν ψυχή τους. Ἔχουν τήν χαρά μέσα τους, στήν καρδιά τους. Δέν ψάχνουν νά τήν βροῦν πουθενά.
Τό ἴδιο γίνεται καί μέ κάθε ἄνθρωπο. Ὅσο πιό κοντά πηγαίνει στό Θεό, τόσο πιό πολύ ἔχει τήν χαρά μέσα του. Ἐνῶ ἄν ψάχνει ἀλλοῦ νά τήν βρεῖ, δέν βρίσκει τίποτε.
Ὁ ἄσωτος, ὅταν κατάλαβε ὅτι ἔπεσε πολύ χαμηλά, θυμήθηκε τά παλιά καί εἶπε: «Ἀλήθεια, πῶς ἤμουνα κάποια φορά κοντά στόν πατέρα μου; Καί ποῦ κατάντησα;»
Αὐτή ἡ σκέψη εἶναι ἡ πολυτιμότερη σκέψη πού κάνει ὁ ἄνθρωπος. Νά ξεχωρίσει ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι καταστροφή, καί ἡ ζωή κοντά στό Θεό, εἶναι ζωή ἀληθινή καί σωτηρία.
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού κάνει τέτοιες σκέψεις.
4. Ὁ Πατέρας πού περιμένει καί συγχωρεῖ
Μόλις ἔκανε τήν σκέψη αὐτή ὁ ἄσωτος καί προχώρησε πρός τόν πατέρα του, ὁ πατέρας τόν εἶδε ἀπό μακρυά καί ἔτρεξε νά τόν ἀγκαλιάσει καί νά τόν φιλήσει.
Ἦταν ἄξιος ὁ ἄσωτος νά τόν ἀγκαλιάσει καί νά τόν φιλήσει ὁ Πατέρας; Γιά ποιά συμπεριφορά; Τήν ἀπέναντί του; Νά τήν ὀνομάσουμε ὅπως τήν λέμε μέ ἁπλά λόγια: «γαϊδουρινή συμπεριφορά»;
Ἤ γιά τήν συμπεριφορά του ἀπέναντι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων;
Ἀλλά ὁ Χριστός μᾶς δείχνει καί μᾶς λέει, ὅτι μόλις ὁ ἄνθρωπος κάνει τήν σκέψη ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι καταστροφή καί ἡ ζωή κοντά στό Θεό εἶναι σωτηρία, ὅσο χαμηλά καί ἄν ἔχει πέσει, ἐπειδή σκέφτηκε σωστά, γίνεται ἀγαπητός στό Θεό. Πού τρέχει νά τόν ἀγκαλιάσει, νά τόν φιλήσει καί νά τόν ὑποδεχθεῖ.
Παρότι ἀκόμη δέν ἔχει διορθώσει τίποτε ἀπό τά πάθη του.
Νά ἕνα μεγάλο δίδαγμα: Πρέπει ὅσο μποροῦμε περισσότερο, νά φροντίζουμε νά βάζουμε μέσα στό μυαλό μας τήν σκέψη ὅτι ἡ ἁμαρτία, τό θέλημά μας, ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό, εἶναι ἡ χειρότερη καταστροφή.
Ἡ ζωή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ χειρότερη καταστροφή.
Ὁ Πατέρας ἀγκάλιασε τόν ἄσωτο καί τόν πῆρε στό σπίτι του.
Καί ὁ ἄσωτος τοῦ ἔλεγε: «Πάτερ, δέν εἶμαι ἄξιος νά ὀνομάζομαι υἱός σου». Τά καλά παιδιά, ταυτίζουν τό θέλημά τους καί τήν καρδιά τους μέ τόν Πατέρα τους. Δέν ἔχει ἄλλα μυαλά ὁ πατέρας, ἄλλα τό παιδί. Δέν θέλει ἄλλα ὁ πατέρας καί ἄλλα τό παιδί. Κάθε καλό παιδί προσπαθεῖ ἡ καρδιά του καί μυαλό του, νά εἶναι ἑνωμένα μέ τόν πατέρα του. Νά τόν ἀγαπάει, νά τόν ὑπακούει, νά τόν σέβεται, νά τόν τιμάει.
Καί ὁ πατέρας, θέλει νά κάνει τά πάντα γιά τό παιδί του.
Πῆρε ὁ Πατέρας τόν ἄσωτο, τόν ἔντυσε μέ τό καλύτερο ροῦχο, τοῦ φόρεσε δαχτυλίδι καί ἔσφαξε τόν μόσχο τόν σιτευτό. Τί σημαίνουν αὐτά;
Τόν συγχώρησε!
Καί μέ τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση τοῦ ἔσβυσε τίς ἁμαρτίες του. Καί τοῦ ἐφόρεσε τό πρῶτο ἔνδυμα. Ἐκεῖνο πού φοροῦσε πρίν φύγει. Τήν στολήν τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Ὅταν ἁμαρτήσομε, τήν χάνουμε τήν στολήν τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Ὅταν μετανοήσουμε μᾶς τήν ξαναφοράει ὁ Θεός. Καί μᾶς δίνει τό δαχτυλίδι ὅτι εἴμαστε δικοί του. Καί θυσιάζει τόν μόσχο τόν σιτευτό.
Μόσχος σιτευτός εἶναι ὁ Χριστός πού ἐσφάγη ἐπάνω στό Σταυρό, καί ἔχυσε τό αἷμα του, γιά νά γίνει τροφή μας. Νά τόν τρῶμε, νά δυναμώνει ἡ ψυχή μας. Νά ἀποκτᾶ ὑγεία, εὐρωστία καί τή δύναμη νά περπατάει μέσα στόν κόσμο, γιά νά φτάσει στήν αἰώνια ζωή.
Γι' αὐτό κάθε Κυριακή καί κάθε ἄλλη μέρα κάνουμε Λειτουργία, γιά νά προσφέρεται στό λαό τοῦ Θεοῦ, στά τέκνα τοῦ Θεοῦ πού θέλουν νά εἶναι κοντά Του, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ μόσχος ὁ σιτευτός, γιά νά δυναμώνουμε στό καθῆκον μας ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ.
5. Ξέρεις νά εὐεργετεῖς τό παιδί σου;
Ἐνῶ διασκέδαζαν καί ὁ πατέρας ἦταν γεμάτος χαρά γιά τόν ἐρχομό τοῦ υἱοῦ του, γύρισε ὁ πρεσβύτερος υἱός, ὁ μεγαλύτερος, ἀπό τά χωράφια πού εἶχε πάει γιά τίς δουλειές του, γιά τό καθῆκον του. Ἀλλά ὅταν ἄκουσε πῶς γύρισε ὁ ἄσωτος υἱός καί ὅτι ὁ πατέρας κάνει τέτοια διασκέδαση στενοχωρήθηκε. Καί εἶπε:
«Ἐγώ, ὅλη μου τή ζωή δέν ἔκανα τίποτε ἄλλο, ἀπό τό νά τοῦ κάνω τό θέλημά του αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πατέρα μου. Καί ποτέ δέν μοῦ εἶπε, πᾶρε καί σύ ἕνα κατσικάκι νά πᾶς νά γλεντήσεις, ὄχι μέ τίς πόρνες, -ποτέ μου δέν πῆγα σέ τέτοιες διασκεδάσεις- ἀλλά μέ τούς φίλους μου».
Ποιούς φίλους θά εἶχε αὐτό τό καλό παιδί;
Ὁπωσδήποτε καλά παιδιά!
Γιατί ὁ πατέρας δέν τοὔδωσε ποτέ ἕνα κατσίκι, νά πάει νά γλεντήσει μέ τούς φίλους του; Καλό παιδί μέ καλά παιδιά.
Γιατί ὁ Πατέρας ἐκεῖνος εἶναι συνετός, καί ἅγιος. Ὁ ἐπουράνιος Πατέρας ἦταν. Ξέρει ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι λάσπη πού γλυστράει. Καί ἡ διασκέδαση εἶναι λάσπη πού γλυστράει. Ἅμα ἀρχίσει νά γλεντάει μέ τούς φίλους του, δέν θά ἀργήσει νά πάει καί στά χειρότερα.
Γι' αὐτό οἱ καλοί γονεῖς, δέν ντώνουν πολύ τό σχοινί στά παιδιά τους, γιά γλέντια καί γιά διασκέδαση. Γιατί; Γιά νά μήν πᾶνε καί παραπέρα ἀπό τό σωστό καί τό κανονικό. Κάνοντας ἔτσι εὐεργετοῦν τά παιδιά τους. Γιατί τά σώζουν. Τούς δίδουν δύναμη. Καί προπαντός δύναμη τούς δίδουν καί μέ τίς συμβουλές τους.
Ὁ Πατέρας αὐτός, ὁ ἐπουράνιος Πατέρας, ὅταν ἄκουσε πώς ὁ γυιός του πείσμωσε, βγῆκε ἔξω καί τοῦ εἶπε:
-Παιδί μου, τί σκέψεις εἶναι αὐτές πού κάνεις; Ἐσύ εἶσαι πάντοτε μαζί μου. Δέν μέ κατάλαβες ἀκόμη; Δέν κατάλαβες τί ἔχω στήν καρδιά μου; Μόνο ἀγάπη καί πόνο. Πῶς γιά μιά στιγμή μοῦ ξεφεύγεις παιδί μου; Σέ ποιόν μοιάζεις αὐτή τήν στιγμή; «Εὐφρανθῆναι καί χαρῆναι ἔδει». Ἔπρεπε νά γεμίσεις χαρά. Ἀδελφός σου εἶναι αὐτός πού ἦλθε. Νεκρός ἦταν. Καί ἀναστήθηκε. Καί ἀπολωλός ἦταν. Τόν εἴχαμε χάσει, τόν εἴχαμε ξεγράψει. Καί νάτος ζωντανός μαζί μας.
Γιατί δέν χαίρεσαι παιδί μου; «Εὐφρανθῆναι καί χαρῆναι ἔδει».
6. Ὁ αὐτοκράτορας σώζει τόν ληστή
Θά τελειώσουμε μέ μία ὡραία ἱστορία. Ὅτι μᾶς λέει, ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἀοιδίμου καί μακαρίου βασιλιά μας, Μαυρικίου. Ὁ Μαυρίκιος ἦταν ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος. Ἔκανε προσευχές, νηστεῖες πολλές καί εἶχε ζῆλο γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἦταν εὔσπλαγχνος, πολυέλεος καί μακρόθυμος.
Κάποτε τοῦ εἶπαν, πῶς σ’ ἕνα μέρος ἦταν ἕνας λήσταρχος, πού ἔκλεβε, καί ἔσφαζε χωρίς κανένα δισταγμό. Ἔκαναν λοιπόν συμβούλιο, γιά νά δοῦν τί θά κάνουν καί πῶς θά τόν ἀντιμετωπίσουν. Λέει κάποιος: «Νά στείλουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀστυνομίας. Ποῦ θά πάει; Θά τόν πιάσουν, θά τόν σκοτώσουν, νά ἡσυχάσει ὁ κόσμος».
Τούς λέει ὁ Μαυρίκιος: «Μιά ἁπλή κουβέντα εἶναι νά τόν πιάσουν νά τόν σκοτώσουν, νά ἡσυχάσει ὁ κόσμος. Καί ἡ ψυχή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποῦ θά πάει, ἀμετανόητη, φορτωμένη μέ τόσες ἁμαρτίες;»
-Καί τί θέλεις νά κάνουμε βασιλιά μου μ’ αὐτό τό ἀγρίμι; Εἰπέ μας.
-Θά κάνουμε κάτι, τούς λέει καί ἄν δέν πιάσει, νά γίνει τό δικό σας.
Καί τί ἔκανε λέτε; Ἔβγαλε ἕνα διάγγελμα: «Ἐσένα τάδε ληστή πού γυρίζεις καί κακοποιεῖς τόν κόσμο, σέ προσκαλῶ ἐγώ, ὁ Μαυρίκιος ὁ βασιλιάς. Νά ρθεῖς εἰρηνικά στήν πόλη, νά σοῦ δώσω ὅτι χρειάζεσαι γιά μιά καλή ζωή. Νά ζήσεις ἔντιμα καί ἤρεμα. Νά μήν κάνεις κακό στόν κόσμο. Καί θά σέ συγχωρήσω, γιά ὅλα ὅσα ἔχεις κάνει μέχρι τώρα».
Τό ἄκουσε ὁ ληστής, συγκινήθηκε καί εἶπε: «Ὁ Μαυρίκιος, αὐτός ὁ τόσο καλός ἄνθρωπος ζητάει ἐμένα καί μοῦ δείχνει τέτοια καλωσύνη, γιά νά μήν χάσω τήν ψυχή μου;»
Ἀμέσως ἄφησε τό λημέρι του καί ξεκίνησε γιά τόν αὐτοκράτορα. Γιατί τοὖρθε ἡ σωστή σκέψη: «Βρέ, δέν πάω καί ἐγώ νά μπῶ στό δρόμο τοῦ Θεοῦ; Μοῦ δίνει τέτοια εὐκαιρία». Ἀλλά περπατώντας γιά νά φτάσει στά ἀνάκτορα, νά βρεῖ τόν Μαυρίκιο, τόν ἔπιασε μεγάλη κατάνυξη καί ἄρχισε νά κλαίει. Στό τέλος ἔκατσε σέ μιά πέτρα καί  ἔκλαιγε, ἔκλαιγε, ἔκλαιγε.
Καί ὅσο σκεπτόταν ὅτι θά παρουσιαστεῖ στό Μαυρίκιο, τόν βασιλιά, καί θά τοῦ πεῖ: «ἦρθα βασιλιά μου, ζητῶ τήν συγγνώμη σου καί σέ εὐχαριστῶ γιά τήν ἀγάπη σου, τήν καλωσύνη σου, τήν εὐσπλαγχνία σου», τόσο ἔτρεχαν τά δάκρυα. Καί μόνο πού τό σκεπτόταν ἔλεγε: «Αὐτός τοῦ Θεοῦ μοιάζει. Τέτοια καλωσύνη νἄχει σέ μένα τό τέρας».
Τόσο πολύ τόν ἔπιασε ἡ κατάνυξη, καί τόσο πολύ ἔκλαψε πού φαίνεται πώς ὁ ἄνθρωπος ἔπαθε συγκοπή, πέθανε κλαίγοντας. Τό εἶδαν οἱ σύντροφοί του, πού ἦταν μαζί του, καί πῆγαν καί εἶπαν στόν Μαυρίκιο: «ὁ ληστής ἔπαθε αὐτό καί αὐτό. Ἀπό τά πολλά κλάματα, ἀπό τήν μετάνοια καί ἀπό τήν συναίσθηση, ἔκλεισε τά μάτια του, κλαίγοντας».
Ὅταν τό ἄκουσε ὁ Μαυρίκιος ἔκανε τόν Σταυρό του καί εἶπε: «Δόξα σέ σένα Χριστέ μου. Πατέρα τοῦ ἐλέους καί τῆς φιλανθρωπίας καί τῶν οἰκτιρμῶν. Ἕνας ληστής σώθηκε τότε πού ἤσουνα σύ καρφωμένος στό Σταυρό, ἐπειδή σοῦ εἶπε: «Μνήσθητί μου Κύριε, ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου». Καί ἕνας δεύτερος ληστής, ὅμοια φάρα, ὅμοια ποιότητα, σώθηκε ἐπί τῶν ἡμερῶν μου, ἐξ αἰτίας τῆς καλῆς μου διάθεσης, ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς μου προσφορᾶς. Δόξα νἄχεις Χριστέ μου, πού μοῦ ἔδωσες τέτοια χαρά. Νά δῶ νά μετανοήσει ἕνας ληστής ἐξ αἰτίας τῆς καλωσύνης μου».
Αὐτή τήν καλωσύνη μᾶς διδάσκει ὁ Χριστός ὅτι πρέπει νά ἔχουμε στήν καρδιά μας. Καί ὅταν βλέπουμε ἄνθρωπο νά κάνει τόν Σταυρό του καί νά θέλει νά κάνει ἕνα τόσο δά βηματάκι, γιά νά πάει πιό κοντά στόν Χριστό, καί ἀπό τήν κακή συμπεριφορά, τήν ὁποιαδήποτε, νά θέλει νά διορθωθεῖ καί νά γίνει λίγο καλύτερος, πρέπει νά αἰσθανόμαστε τέτοια χαρά καί τέτοια εὐφροσύνη, ὥστε νά νομίζουμε ὅτι οἱ στιγμές αὐτές εἶναι οἱ πιό εὐτυχισμένες τῆς ζωῆς μας.
Καί ἐμεῖς, νά φροντίζουμε νά μήν ξεχνᾶμε, ὅτι ἔχουμε χρέος νά κάνουμε πάντοτε τό καθῆκον μας ἀπέναντι τοῦ Κυρίου. Τοῦ Πατέρα τοῦ ἐπουρανίου. Καί ἀπέναντι τῶν ἀδελφῶν μας, τῶν τέκνων τοῦ Πατέρα μας τοῦ ἐπουρανίου.
Ἀκόμη νά ἔχουμε στό μυαλό, καί στήν καρδιά μας τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Καί νά φροντίζουμε, ἐπειδή εἶναι Πατέρας μας, νά τόν μιμούμεθα στήν ἀγάπη, στήν εὐσπλαγχνία καί στήν καλωσύνη ἀπέναντι ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Λέει ἕνας μεγάλος συγγραφέας, ὁ μεγαλύτερος ἴσως τοῦ κόσμου, ὁ περίφημος Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι, πού ἦταν καί μεγάλος φιλόσοφος: «Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου εἶναι τό  ὡραιότερο κείμενο, τά ὡραιότερα λόγια πού ἔχουν γραφεῖ σέ ὅλο τόν κόσμο». Καί ὅταν πέθαινε, παρακάλεσε τό παιδί του: «Διάβασέ μου, παιδί μου, ν’ ἀκούσω γιά τελευταία φορά τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου, νά εὐφρανθεῖ ἡ ψυχή μου».
Ὅσο ὁ γυιός του διάβαζε, ὁ Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι, ὁ τόσο σοφός ἄνθρωπος, ἔκλαιγε συνεχῶς καί δόξαζε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Καί ἐμεῖς, νά ἀκοῦμε μέ αὐτή τήν συγκίνηση πάντοτε, τό θεόσδοτο κείμενο πού λέγεται: «παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ». Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,

διασκευασμένη ὁμιλία. Ἔγινε στήν Κρυοπηγή στίς 21/2/1996
πηγη.zoiforos