Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Ε΄ Κυριακής του Λουκά,

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Ε΄ Κυριακής του Λουκά, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Ε΄ Κυριακής του Λουκά, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 16, 19-31)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

1. Καί τί δέν εἶχε
            Σήμερα τό Εὐαγγέλιο ἔχει μιά ἀπό τίς πιό ἐνδιαφέρουσες περικοπές. Γιατί μιλάει γιά τήν αἰώνια ζωή, γιά τήν μέλλουσα ζωή. Μᾶς λέγει -γιά νά μᾶς διδάξει πόσο πρέπει νά προσέχομε νά ἀποκτήσομε τήν αἰώνια ζωή καί νά μήν ζήσομε μέ ἀμέλεια καί μέ ἀδιαφορία- μία ἱστορία πολύ συναρπαστική.
            Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πλούσιος πολύ. Εἶχε τήν εὐχέρεια καί τήν δυνατότητα, νά διασκεδάζει κάθε ἡμέρα ὅπως ἤθελε. Νά φοράει ὅτι καλό ροῦχο ἐπιθυμοῦσε. Νά ἀκούει ὡραία μουσική. Νά τρώει ὅτι περνοῦσε ἀπό τό μυαλό του. Νά γλεντᾶ συνεχῶς μέ φίλους καί γνωστούς. Καί φυσικά εἶχε τήν δυνατότητα νά κάνει καί πολλά ἄλλα πράγματα, πού συνηθίζουν νά κάνουν οἱ πλούσιοι. Τά συνήθιζαν τήν παλαιά ἐποχή, τά συνηθίζουν καί σήμερα.
            Θά λέγαμε μέ λόγια τοῦ σήμερα: εἶχε αὐτοκίνητα ὑπερπολυτελείας. Ἔκανε ἐκδρομές σέ ὅλο τόν κόσμο. Φοροῦσε ἡ γυναίκα του κοσμήματα μέ διαμάντια. Ὁ ἴδιος εἶχε χρυσᾶ ρολόγια, καδένες, μπιζού κλπ. Εἶχε καταθέσεις πολλές στίς τράπεζες. Εἶχε τά πάντα.
            Τά εἶχε καί προσπαθοῦσε νά τά ἀπολαύσει.
            Ἀλλιῶς γιατί νά τά ἔχει; Τί τά ἤθελε; Καί γιατί κανείς θέλει νά ἀποκτήσει πολλά, παρά μόνο γιά νά τά ἀπολαύσει;
2. Ὁ ξεγραμμένος φτωχός
            Ὅμως, ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός μᾶς λέγει ὅτι ὅλα ἐκεῖνα πού ἔχουμε, ὅλα ἐκεῖνα πού μποροῦμε νά ἀποκτήσομε δέν εἶναι ἀποκλειστικά δικά μας, ἀλλά εἶναι δωρεές τοῦ Θεοῦ. Πού μᾶς τίς δίνει γιά νά τίς χρησιμοποιήσομε καλά. Δωρεά εἶναι τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Τά χέρια του, τά μάτια του, τά μπράτσα του, τά αὐτιά του, ἡ δύναμή του, ἡ ὀμορφιά του. Δωρεά εἶναι καί τά συναισθήματά του. Μπορεῖ νά ἔχει ἀγάπη, ἀλλά μπορεῖ νά τήν ἀφήσει καί νά γίνει ἀπέχθεια καί μίσος.
            Ἔχομε χρέος, ὅλες τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ εἴτε τίς ἔχομε πάνω μας καί μέσα μας, εἴτε εἶναι ἀποκτήματά μας, νά τίς χρησιμοποιήσομε κατά Θεόν. Κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νά τίς χρησιμοποιήσομε γιά καλό. Καί τό καλό, δέν τό προσδιορίζει ἡ λαχτάρα μας νά φᾶμε, νά πιοῦμε, νά γλεντήσομε.
            Ἄν γίνεται κάτι τέτοιο, αὐτό εἶναι ἡ «ἁμαρτία».
            Τό καλό τό προσδιορίζει ἡ ἀγάπη καί ἡ καλωσύνη.
            Μᾶς λέγει λοιπόν τό Εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ πλούσιος, εἶχε δίπλα του, ἔξω ἀπό τήν ἐξώπορτά του ἕνα φτωχό. Τόν Λάζαρο. Ἤταν τόσο φτωχός, πού δέν εἶχε νά φάει τίποτε, προσπαθοῦσε νά μαζέψει ἀπό τά «ψιχία τά πίπτοντα ἀπό τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου». Δηλαδή ἔψαχε στό σκουπιδοντενεκέ του.
            Βρισκόταν σέ ἄθλια κατάσταση. Ἦταν ἄρρωστος καί γεμάτος πληγές. Καί τόσο ἀδύνατος, πού πήγαιναν τά σκυλιά καί ἔλειχαν τίς πληγές του. Ὄχι ὅπως κάνουν τά σκυλιά καί γλύφουν τά χέρια τοῦ ἀφέντη τους, ἀπό ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη. Ἐκεῖ ἔλειχαν τίς πληγές του, προσπαθώντας κάτι νά φᾶνε ἀπό πάνω του. Καί ὁ πλούσιος δέν ἐστράφη ποτέ νά τοῦ δώσει κάτι, νά τόν ἀνακουφίσει. Νά τοῦ φερθεῖ σάν ἀδελφό, νά τόν καταλάβει σάν ἀδελφό. Νά τόν πονέσει σάν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, σάν πλάσμα τοῦ Θεοῦ, σάν ἀδελφό του.
            Ἀλλά γελοῦσε μέ τό ὅτι ἔψαχνε τά σκουπίδια του γιά νά φάει· μέ τό ὅτι ἐπιθυμοῦσε νά χορτάσει ἀπό τά ψίχαλα, ἀπό τά ξεροκόμματα πού πέταγε στά σκουπίδια του.
3. Ἀπέθανε ὁ πλούσιος καί ἐτάφη
            Ἔτσι ἐξελισσόταν ἡ ζωή. «Χαρισάμενη» πού λέμε γιά τόν ἕνα, ταλαιπωρία γιά τόν ἄλλο. Ἀλλά ἦρθε μία ἡμέρα καί πέθανε ὁ ἕνας καί μετά ἀπό λίγο πέθανε καί ὁ ἄλλος. Κάτι πού θά συμβεῖ γιά ὅλους μας. Νά· εἴμαστε τώρα μέσα στήν Ἐκκλησία καμιά πενηνταριά ἤ λίγο περισσότεροι. Μετά ἀπό πενήντα χρόνια, πόσοι θά ὑπάρχομε; Καί μετά ἀπό ἑκατό χρόνια, ἄραγε θά ὑπάρχει τό παιδί πού γεννήθηκε σήμερα ἤ χθές;
            Καί ἐμεῖς τί κάνομε; Καθόμαστε καί ὑπολογίζομε, πῶς θά περάσουν αὐτά τά χρόνια πού θά εἴμαστε πάνω στή γῆ. Καί ὅταν βλέπομε νά περνᾶνε εὐχάριστα, τρίβομε τά χέρια μας ἀπό χαρά καί λέμε: «Τί ὡραῖα, τί ὡραῖα, τί καλά». Καί μετά;
            «Ἀπέθανε ὁ πλούσιος καί ἐτάφη». Τό «ἐτάφη» σημαίνει σ’ αὐτή τήν περίπτωση, ὅτι τοῦ ἔκαναν μιά μεγαλοπρεπή κηδεία. Τοῦ ἔφτειαξαν πάνω ἀπό τόν τάφο του, ἕνα μνῆμα μέ ὡραῖα μάρμαρα, μέ ὡραῖο ἄγαλμα καί μέ ὡραῖα στολίδια.
            Καί πάλι ρωτᾶμε: Καί μετά;
            Μετά, μετά γίνεται κάτι ἄλλο πού μᾶς τό ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἐπῆραν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τόν δοῦλο του, τόν Λάζαρο, τόν φτωχό. Καί γιά ἀμοιβή τῆς ὑπομονῆς πού εἶχε στή ζωή του, τόν πῆγαν στήν ἀγκαλιά τοῦ Πατριάρχη Ἀβραάμ. Τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φίλου τοῦ Θεοῦ. Κοντά στόν Ἀβραάμ, κοντά στή χαρά καί στήν εὐτυχία τῆς αἰώνιας ζωῆς.
            Καί τόν πλούσιο τόν πῆγαν στήν κόλαση.
            Ἐκεῖ στήν κόλαση, «ὑπάρχων ἐν βασάνοις», γεμάτος βάσανα καί ταλαιπωρία, σηκώνει τά μάτια του καί βλέπει ἀπό μακρυά τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ. Ποιός δέν ἐπιθυμεῖ νά δεῖ τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ; Ἐμεῖς θά λέγαμε πιό ἐκφραστικά, ποιός δέν ἐπιθυμεῖ νά δεῖ τήν Παναγία μας, τούς ἁγίους ἀποστόλους, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, τήν ἁγία Αἰκατερίνη, τούς ἁγίους πού δοξάσθηκαν. Καί ποιός δέν ἐπιθυμεῖ νά πάει, καί νά εἶναι κοντά στό σωτήρα μας Ἰησοῦν Χριστό, πού σταυρώθηκε γιά μᾶς, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο;
4. Ἕνας συνταρακτικός διάλογος
            Βλέποντας λοιπόν ὁ πλούσιος τόν Ἀβραάμ καί τόν Λάζαρο στήν ἀγκαλιά του, φώναξε:
            -Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησέ με. Λυπήσου με καί στεῖλε τόν Λάζαρο νά βρέξει τό δάχτυλό του μέ λίγο νερό γιά νά μοῦ τό ἀκουμπίσει στό στόμα μου νά δροσισθῶ. Δέν θέλω πολύ. Μιά σταγόνα.
            Ὑπάρχει πιό φτηνό πράγμα ἀπό μιά σταγόνα νερό; Ζήλεψε κανείς στήν ἐπίγεια ζωή, μιά σταγόνα νερό. Καί νά, ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔδειξε εὐσπλαγχνία, νά δώσει κάτι στό φτωχό ἀδελφό του, ἐκεῖνος πού δέν εἶχε ἀγάπη, δέν εἶχε σταγόνα ἀγάπης, γιά τόν ἄλλο ἄνθρωπο, στήν ἄλλη ζωή νοσταλγεῖ μιά σταγόνα νερό.
            Ἀλλά ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ τοῦ ἔδωσε μία κοφτή ἀπάντηση:
            -Ζητᾶς τά ἀδύνατα. Βλέπεις, ἀνάμεσά μας εἶναι χάος.
            Ἔτσι εἶναι. Χάος εἶναι ἡ ἀπόσταση μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου πού ἀγαπάει τόν Θεό καί τόν πλησίον του, στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καί τοῦ ἀνθρώπου πού σκέπτεται μόνο τόν ἑαυτό του. Καί θεωρεῖ ὅλους τούς ἄλλους χαραμοφάηδες καί παράσιτα γιά τόν κόσμο. Ἐνῶ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νά εἴμαστε σπλαγχνικοί γεμάτοι ἀγάπη καί καλωσύνη. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς τούς δυό ἀνθρώπους εἶναι πνευματικό χάος. Καί σ’ αὐτό τό χάος στήν αἰώνια ζωή προστίθεται καί μία ἀπομάκρυνση.
            Ἐδῶ ζοῦμε ἀνάκατα καλοί καί κακοί, πιστοί καί ἄπιστοι, δοῦλοι τοῦ Θεοῦ καί ἄνθρωποι πού καταπατοῦμε καί ποδοπατοῦμε τό ἅγιο θέλημά του. Καί εἶναι καί δύσκολο νά μᾶς ξεχωρίσει κανείς. Ἀλλά ἐκεῖ πέρα θά ξεχωριστοῦμε, καί ὅπως εἴμαστε ψυχικά μακρυά, ἔτσι θά βρισκόμαστε καί τοπικά μακρυά.
            Λέει λοιπόν ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ:
            -Βλέπεις; Ἡ ἀπόσταση εἶναι μεγάλη. Οὔτε ἀπό δῶ μποροῦμε νά ρθοῦμε κεῖ πέρα, οὔτε ἀπό κεῖθε μπορεῖ νά ἔρθει κανείς καί νά τρυπώσει ἐδῶ. Δέν μπορεῖ νά φτάσει καί τρυπώσει στά κλεφτά καί στά κρυφά μέσα στόν Παράδεισο.
            -Τότε Πατέρα μου Ἀβραάμ, λέει ὁ πλούσιος, στεῖλτον τοὐλάχιστον τόν Λάζαρο –βλέπετε; ὅπως τόν εἶχε κλωτσοσκούφι στή ζωή του, ἔτσι τόν εἶχε καί στόν Παράδεισο ὁ ἐγωισμός δέν τοὔφυγε. Στεῖλτο αὐτό τό ἄχρηστο ἀνθρωπάκι, τόν ἄνθρωπο πού μόνο γιά θελήματα ἦταν, καί ἄν τά ἔκανε καί αὐτά. Ἄν βέβαια τόν ἐμπιστευόταν κανείς, νά τοῦ κάνει τίποτε μικροθελήματα... Στεῖλτον λοιπόν στό σπίτι τοῦ πατέρα μου, ἔχω ἀκόμη πέντε ἀδέλφια. Ζοῦνε ὅπως ζοῦσα καί ἐγώ. Νά τούς πεῖ τί γίνεται ἐδῶ πέρα. Γιά νά μετανοήσουν νά σωθοῦν.
            Ἀπάντησε ὁ Ἀβραάμ:
            -Ἔχουν τόν Μωυσῆ καί τούς προφῆτες. Νά ἀκοῦν.
            Ἔχουν θά λέγαμε σήμερα Εὐαγγέλιο, ἔχουν βίους ἁγίων, ἔχουν παραδείγματα. Νά διαβάζουν, νά ἀκοῦνε. Νά μήν ἀκοῦνε ἐπιπόλαια, ἀπό τὄνα αὐτί μπαίνει καί ἀπό τό ἄλλο βγαίνει. Νά τά βάλουν στήν καρδιά τους. Γιατί ἔτσι θά ἀποκτήσουν αἰώνια ζωή.
            Λέει ὁ πλούσιος:
            -Ὄχι Πατέρα μου. Ἄν πάει πεθαμένος, θά τόν ἀκούσουν.
            Πῆγαν καί πεθαμένοι καί γύρισαν. Καί ἦρθαν καί μᾶς εἶπαν. Ποιός δέν ἔχει ἀκούσει, ὅτι πέθανε ὁ Λάζαρος καί ἀφοῦ ἔμεινε τέσσερες μέρες στόν τάφο, τόν ἀνέστησε ὁ Χριστός; Καί μετά περίμεναν χρόνια ὁλόκληρα νά δοῦν τόν Λάζαρο νά χαμογελάει κάποια ἡμέρα στή ζωή του, καί δέν χαμογέλασε ποτέ. Γιατί; Γιατί θυμόταν τί ὑπέμεινε καί τί εἶδε ἐκεῖνες τίς ἡμέρες πού ἦταν στόν τάφο. Τί εἶδε; Δέν περιγράφονται. Ὅπως δέν περιγράφονται μέ στόμα ἀνθρώπου τά ἀγαθά καί ἡ ὀμορφιά τοῦ Παραδείσου. Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος:
            «Ὀφθαλμός οὐκ εἶδε, οὖς, αὐτί δέν ἄκουσε, γλώσσα δέν μπορεῖ νά διηγηθεῖ, καί καρδιά ποτέ δέν μπόρεσε νά ἐπιθυμήσει τόσο ὡραῖα πράγματα πού ὑπάρχουν στόν Παράδεισο».
            Κατά τόν ἴδιο τρόπο, δέν μπορεῖ κανείς νά περιγράψει καί τήν τραγωδία καί τήν ταλαιπωρία ἐκείνων πού θά χωριστοῦν ἀπό τήν αἰώνια ζωή. Καί ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν σωτήρα καί Κύριο μας Ἰησοῦν Χριστό καί θά καταντήσουν στήν κόλαση.
            Γι' αὐτό, τό μεγαλύτερο χρέος ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας δέν εἶναι νά πλουτίσομε σέ χρήματα. Εἶναι νά πλουτίσομε σέ ἀγαθά ἔργα καί σέ πίστη. Μέ τί λαχτάρα πέφτομε στή δουλειά γιά νά ἀποκτήσομε κάτι, γιά τό σπίτι μας, γιά τή ζωή μας, γιά τά παιδιά μας; Καλά κάνουν καί κοπιάζουν οἱ ἄνθρωποι γι' αὐτά. Οἰκογένεια ἔκαναν, παιδιά ἔχουν πρέπει νά κοπιάσουν. Εἶναι θέλημα Θεοῦ νά κοπιάζει ὁ ἄνθρωπος γιά τό καλό τῆς οἰκογένειάς του καί τῶν παιδιῶν του.
            Καί ὅσο πιό σπλαγχνικός εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἀπέναντι στά παιδιά του, τόσο πιό πολύ ἐργάζεται γιά νά τά βοηθήσει, νά τά ἀποκαταστήσει, νά τά προωθήσει.
            Ἀλλά δέν πρέπει νά τό ξεχνᾶμε. Ὅσο ἐργαζόμαστε γι’ αὐτά,  τά ἐπίγεια, γιά τό καλό τῆς οἰκογένειάς μας, πολύ περισσότερο πρέπει νά δουλεύομε γιά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν πίστη. Πόσο θά κρατήσει ἡ ἐπίγεια ζωή γιά τόν ὁποία σκοτωνόμαστε στή δουλειά; Πενήντα χρόνια, ἑξήντα, ὀγδόντα, ἑκατό. Σιγά νά μήν πᾶμε ἑκατό. Συμβαίνει βέβαια κι’ αὐτό πότε-πότε. Ἀλλά εἶναι ζήτημα ἄν θά βρεῖς ἕνα στούς χίλιους. Πόσο λοιπόν περισσότερο πρέπει νά κοπιάζομε γιά τήν αἰώνια ζωή, πού εἶναι αἰώνια καί ἀτελεύτητη;
5. Δουλειά ὄχι βιτρίνα
            Ἀναφέρεται στούς βίους τῶν ἁγίων μιά ἱστορία ἀστεῖα μέν ἀλλά πολύ διδακτική. Γράφτηκε παληά, ἀλλά τό μήνυμά της εἶναι γιά τήν ἐποχή μας ὅ,τι πρέπει. Μᾶς ἀφορᾶ ὅλους. Ἕνας πλανόδιος εἶχε μία μαϊμοῦ. Τήν εἶχε ἐκπαιδεύσει νά χορεύει σάν ἐξαιρετική χορεύτρια. Τήν ἔντυνε φανταχτερά, τῆς ἔβαζε ἕνα προσωπεῖο πού φαινόταν σάν ὄμορφη κοπέλλα καί τήν γύριζε στίς γειτονιές παίζοντας τό ταμποῦρλο του. Ἡ μαϊμοῦ, σάν μαϊμοῦ, πιό εὐκίνητη ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἔκανε τέτοιους χορούς καί τέτοια τσαλιμάκια, πού τρελλαινόταν ὁ κόσμος νά τήν βλέπει καί νά τήν χειροκροτεῖ.
            Ἀλλά κάποιος ἔξυπνος ἔκανε στό ἀφεντικό της ἕνα μεγάλο χουνέρι. Ἐνῶ ἐκεῖνος ἔπαιζε τό ταμποῦρλο του καί τραγουδοῦσε καί ἡ μαϊμοῦ χόρευε, ἔριξε πάνω στήν ἐξέδρα καρύδια καί μύγδαλα. Ἡ μαϊμοῦ τρελλαίνεται γιά καρύδια καί μύγδαλα. Γι' αὐτό, ὅταν τά εἶδε, ξέχασε τήν «ἀποστολή» της, πέταξε τήν μάσκα καί ὅρμησε στίς λιχουδιές. Καί ὁ κόσμος ἀπό κάτω γελοῦσε καί γιουχάιζε.
            Αὐτό παθαίνουμε καί ἐμεῖς, γιατί ἀντί νά ἔχομε τό νοῦ μας στό Θεό, στά καλά ἔργα καί στήν αἰώνια ζωή, στήνομε ἐδῶ στή γῆ μιά παράσταση. Ποιά εἶναι ἡ παράσταση; Ἡ βιτρίνα τοῦ «καθώς πρέπει ἀνθρώπου καί τοῦ ἐπιτυχημένου». Καί μᾶς χειροκροτεῖ ὁ ἐπιπόλαιος κόσμος καί μᾶς λέγει: «Μπράβο, μπράβο. Αὐτό θά πεῖ ἦθος». Ἤ, «Τί καλά τά κατάφερες. Μπράβο πού πλούτησες. Μπράβο γιά ἐκεῖνο, μπράβο γιά τό ἄλλο». Καί χορταίνουν τά αὐτιά μας μέ τά «μπράβο» καί τά παλαμάκια τοῦ κόσμου.
            Ἀλλά ἀδελφοί, ἔρχεται μιά στιγμή πού κάποιο «καρύδι» πέφτει κοντά μας καί τότε τό προσωπεῖο μας πέφτει. Δέν τό πετᾶμε πάντοτε μόνοι μας, ἀλλά καμιά φορά μᾶς τό βγάζει ὁ Θεός. Καί τότε φαίνεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἦταν ἄνθρωπος ἀλλά μαϊμοῦ. Καί ἔπαιζε θέατρο στή ζωή. Τό θέατρο τῆς ἀξιοπρέπειας καί τῆς κοινωνικῆς ἐπιφάνειας. Ὅπως τό ἔκανε καί ὁ πλούσιος γιά τόν ὁποῖο μᾶς εἶπε τό Εὐαγγέλιο. Πού τοῦ ἔφτειαξαν τόν πολυτελή τάφο, ἀλλά ὁ ἴδιος ἔφυγε γιά τήν ἄλλη ζωή κενός, μηδενικό, ἀποτυχημένος.
            Γιατί ὑπάρχει πιό μεγάλη ἀποτυχία ἀπό τό νά βρεθεῖ κάποιος στήν αἰώνια κόλαση καί στήν αἰώνια ἀπώλεια;
            Γι' αὐτό, ἄς τό βάλομε βαθειά στήν καρδιά μας, ὅτι πρέπει νά ἀκοῦμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Νά πιστεύομε στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Θεός ἀπό ἀγάπη γιά μᾶς «ἔδωκε τόν Υἱό αὐτοῦ τόν μονογενή» καί ἦλθε στόν κόσμο καί σταυρώθηκε γιά μᾶς, γιά νά πλενόμαστε μέ τό αἷμα του ἀπό τίς ἁμαρτίες μας. Γι' αὐτό καί λέγει: «Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται». Ὅποιος πιστεύει στόν Χριστό δέν θά χαθεῖ.
            Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού πηγαίνει στήν Ἐκκλησία.
            Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού μαθαίνει τόν ἑαυτό του νά κάνει τόν Σταυρό του.
            Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού μαθαίνει τόν ἑαυτό του νά ἐπικαλεῖται τόν Χριστό.
            Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού κάθε μέρα ρωτᾶ τόν ἑαυτό του: «Τί ἔκανες σήμερα γιά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ἔδειξες σέ κανέναν ἀγάπη καί καλωσύνη, στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί γιά τό Χριστό;»
            Ἄς κάνομε λοιπόν καθημερινό μας πρόβλημα, ὄχι μόνο τό τί θά ἀποκτήσομε στή γῆ, γιά τήν τσέπη μας καί γιά τό σαρκίο μας. Εἴπαμε... Ἔχομε χρέος νά δουλεύομε καί γιά τίς ἀνάγκες αὐτῆς τῆς ζωῆς. Ἀλλά πρῶτα ἀπ’ ὅλα, νά κάνομε καί ἀγώνα μας καί προσπάθειά μας νά εἴμαστε πιστοί στόν Χριστό, εὐάρεστοι στό θέλημά του. Καί νά πλουτίζομε ὄχι μόνο σέ παράδες, ἀλλά καί σέ ἔργα ἀγαθά.
            Εἴθε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ζωή καί ἁγιασμός καί αἰώνια ἀπόλαυση, νά μπεῖ στίς καρδιές μας.
            Νά ἐνοικήσει στίς καρδιές μας.
            Νά μᾶς μεταμορφώσει ἐσωτερικά ἡ χάρη καί ὁ φωτισμός τοῦ Χριστοῦ μας.
            Καί νά μᾶς ὁδηγήσει στό ἅγιο θέλημά του. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,

ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Ἀκροποταμιά στίς 3/11/1996
πηγη.zoiforos

Ας προλάβουμε!

Ας προλάβουμε!


Ας προλάβουμε!
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Το άγγελμα του αιφνιδίου θανάτου γνωστών μας, κυρίως, ανθρώπων μας φέρνει στο ενδεχόμενο του δικού μας ξαφνικού θανάτου. Η προσπάθεια να παρακάμψουμε την πραγματικότητα αυτή, με την ψευδαίσθηση ότι αποκλείεται να συμβεί σε μας, δείχνει πνευματική ανωριμότητα και αφέλεια.
Άλλωστε, και αν η ξαφνική αναχώρηση από αυτόν τον κόσμο δεν συμβεί σε μας, ίσως συμβεί σε εκείνους που οι σχέσεις μας έχουν διασαλευθεί. Πού θα τους βρούμε τότε για να «τα βρούμε»; Πώς θα τους πούμε το «συγγνώμη» μας; Με ποιον τρόπο θα αγκαλιαστούμε και θα συμφιλιωθούμε;
Ο Απόστολος Παύλος συμβουλεύει στην προς Εφεσίους Επιστολή του (4,26) «η δύση του ήλιου ας μη σας βρίσκει ακόμα οργισμένους». Γιατί η κάθε δύση μας θυμίζει τη δύση της ζωής μας όπως και η κάθε ανατολή τη νέα δυνατότητα που μας δίνεται να ζήσουμε «εν καινότητι ζωής».
Όσο είναι καιρός:
-        Ας μιλήσουμε σ’ όσους ψυχράνθηκαν μαζί μας και ας έχουμε δίκαιο! Σημασία δεν έχει η ειρήνη της καρδιάς μας; Ποιο σημαντικό δεν είναι η ενότητα από την ανθρώπινη δικαιοσύνη;
-        Ας πούμε σ’ αυτούς που είναι σημαντικοί στη ζωή μας την αλήθεια αυτή που νοιώθουμε. Γιατί στη σιγή που ακολουθεί δεν θα τ’ ακούσει ποτέ.
-        Ας παλέψουμε να ζήσουμε αγαπημένοι και καρδιακά ενωμένοι, γιατί «θα έλθει η νύκτα» και δεν θα μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Βέβαια, ποτέ δεν θα μπορέσει κανένας άνθρωπος να πει ότι «έκανα ό,τι ήθελα, έζησα όπως ήθελα». Ο λόγος του αββά Σισώη, λουσμένος μέσα στο φως του Χριστού λίγο πριν κοιμηθεί αιώνια ότι «ακόμα δεν έβαλα αρχή μετανοίας», δείχνει την ανθρώπινη πραγματικότητα μπροστά στην απεραντοσύνη της αγιότητας του Θεού. Όπως και η κατάθεση της αυτοκριτικής του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου (του τελευταίου Αρχιεπισκόπου Κύπρου επί Τουρκοκρατίας και πρώτου επί Αγγλοκρατίας) ότι «τα έργα ημών φέρουσιν δυστυχώς την σφραγίδα της ευτέλειας, ως πάντα τα ανθρώπινα. Αρκεί ημίν μόνον ότι επράξαμεν ως ηδυνάμεθα και ουχί ως ηβουλόμεθα».
Έτσι ως άνθρωποι, ζώντας με ανθρώπους, αναπόφευκτα κάποιες παρεξηγήσεις θα μας συμβούν. Ο αιφνίδιος θάνατος, ο δικός μας ή των άλλων, μας στερεί τη δυνατότητα της «συγγνώμης», της συν-χώρεσης που κάνει τόπο στην καρδιά για να χωρέσει τον «άλλο» πού είναι συν-άνθρωπος, αδελφός, συν-ταξιδιώτης.
Μακάρι να μπορούσαμε να πλαταίνουμε συνεχώς την καρδιά για να χωρέσουν όλοι.
Μακάρι να μπορούσαν οι καρδιές να συγχωρέσουν όλους.
Μακάρι να γίνουμε όπως ο Θεός μας θεωρεί «ως μη γενόμενα» τα μετανοημένα αμαρτήματά μας και μας αποκαθιστά στην αρχική μας θέση.
Τότε θα γινόταν ο θάνατός μας όντως μετάβαση «εκ του θανάτου εις τη ζωήν» και καμιά φοβία περί αιφνιδίου θανάτου δεν θα τάρασσε την ειρήνη της καρδίας μας. Αμήν
πηγη.isagiastriados

Η ηρωίδα μάνα του ’40

Η ηρωίδα μάνα του ’40


Η ηρωίδα μάνα του ’40 από την Κυπαρισσία,
που αναβίωσε το «ή ταν ή επί τας»
Ομολογώ πως όταν διάβασα το ακόλουθο κείμενο που αγνοούσα, ανατρίχιασα. Ήρθαν στο μυαλό μου οι θρυλικές αρχαίες Σπαρτιάτισσες μάνες που όταν έφευγαν τα παιδιά τους για το πολεμικό μέτωπο, τους παρέδιδαν την ασπίδα με την ρητή εντολή «ή ταν ή επί τας», δηλαδή, ή μ” αυτήν (εννοώντας να επιστρέψει κρατώντας την ως νικητής) ή πάνω σ” αυτήν (δηλαδή τιμημένος νεκρός, πάνω στην ασπίδα του, πεσών στην εκτέλεση του καθήκοντος).
Επειδή όμως κυκλοφορούν και μερικοί «ελληνοφρενείς» αστικοί μύθοι, θέλησα να εξακριβώσω το αληθές του γεγονότος. Για να είμαι ειλικρινής, χάρηκα, όταν διαπίστωσα ότι η συγγραφέας του κειμένου ήταν απολύτως υπαρκτό πρόσωπο, όπως επίσης και το κείμενό της. Η ελληνική πολιτεία μάλιστα την έχει τιμήσει ως σύμβολο της Ελληνίδας Μητέρας του έπους του 1940, ενώ στην Κυπαρισσία έχει αναγερθεί και άγαλμά της. Τον λόγο θα τον καταλάβετε, αφού διαβάσετε το τηλεγράφημα, που έστειλε η Ελένη Ιωαννίδου το 1941 στον τότε Πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή, όταν σκοτώθηκε ένας απ” τους εννιά της γιους στο πολεμικό μέτωπο…
«Προς τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως κ. Αλ. Κορυζήν
Ο υιός μου Ευάγγελος Ιωάννου Ιωαννίδης απωλέσθη εις τας επιχειρήσεις της Κλεισούρας. Παρήγγειλα εις τους τέσσαρας ήδη υπηρετούντας Χρήστον, Κώσταν, Γεώργιον και Νίκον Ιωάννου Ιωαννίδην να εκδικηθώσιν τον θάνατον του αδελφού των.
Κρατώ εις εφεδρείαν άλλους τέσσαρας Πάνον, Αθανάσιον, Γρηγόριον και Μενέλαον Ιωάννου Ιωαννίδην, κλάσεων 1917 και νεωτέρων.
Παρακαλώ κληθώσιν ονομαστικώς και ούτοι εις πάσαν περίπτωσιν ανάγκης της πατρίδας ή τυχόν απωλείας ετέρου τέκνου μου προς εκδίκησιν εχθρού.
Γνωρίσατε βασιλέα μας ότι ύστατον επιφώνημά μου θέλει είναι:
Ζήτω η Πατρίς!
Ελένη Ιωάννου Ιωαννίδου, Κυπαρισσία
2 Φεβρουαρίου 1941»
  •  Από agiameteora.net

Οἱ νέοι καί η εὐθύνη μας

Οἱ νέοι καί η εὐθύνη μας


Οἱ νέοι καί η εὐθύνη μας
Ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος Νικολάου
Συχνά μιλοῦμε γιά τά μεγάλα προβλήματα πού μαστίζουν τούς νέους –τά ναρκωτικά ἤ ἄλλου εἴδους ἐξαρτήσεις, σατανισμός καί μαγεία-ἀλλά καί γιά τίς διάφορες προκλήσεις πού ἔχουν νά ἀντιμετωπίσουν μέσα στό σύγχρονο «ἀναπτυγμένο» κόσμο τῆς Παγκοσμιοποίησης καί τοῦ καταναλωτισμοῦ, τῆς ἐμπορικοποίησης τῶν πάντων- ἀκόμη καί αὐτοῦ τοῦ ἰδίου ἀνθρώπου καί τῆς ἀξιοπρέπειάς του –τοῦ «κατ’εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργηθέντος. Ἐπίσης γιά τήν ἔλλειψη ἀξιῶν, ἠθῶν καί ἰδανικῶν καί νοήματος στή ζωή τους.
Ὁ νέος ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι γνωστό, μόλις ἀρχίσει νά ἀντιλαμβάνεται τόν ἑαυτό του καί τόν κόσμο, ἀρχίζει νά ψάχνεται, καί νά ἀναρωτιέται πρῶτα γιά τά διάφορα φαινόμενα καί γεγονότα τῆς ζωῆς καί ἀργότερα ψάχνει νά βρεῖ ἐκεῖνο ἤ ἐκεῖνα τά πράγματα, πού γεμίζουν τό εἶναι του καί τοῦ δίνουν νόημα, σκοπό καί ὀμορφιά στή ζωή του.
          Μπροστά σ’ αὐτή τή σύγχυση τοῦ πανδαιμονισμοῦ πού ἔχει ν’ἀντιμετωπίσει ἡ εὐαίσθητη, ἄκακη ἀλλά καί ἄπειρη ψυχή τοῦ νέου ἀνθρώπου, ὁ νέος βρίσκεται σέ πολύ δύσκολη θέση, κρίσιμα σταυροδρόμια, ἐπικίνδυνα καί τεχνητά διλήμματα καί ἐπιλογές. Οἱ διάφοροι ἐπιτήδειοι, μέ κούφιες καί ψεύτικες ὑποσχέσεις, ὑπόσχονται ἐπίγειους παράδεισους πού τελικά, ἴσως ὅμως ἀργά, ἀποδεικνύονται δολώματα πού τόν πιάνουν ὅπως τό ψάρι στό ἀγκίστρι, ἀφαιρώντας του τή βούληση καί τή νόηση, τήν κρίση καί τήν ἀξιοπρέπεια καί ὄχι λίγες φορές αὐτή ἀκόμη τήν ἴδια του τή ζωή.
Αὐτοί οἱ «ἔμποροι τῶν ἐθνῶν», ὅπως θά τούς χαρακτήριζε κανείς, γνῶστες τῆς νεανικής ψυχολογίας καί συμπεριφορᾶς, ἐκμεταλλεύονται τήν ἄγνοια καί τήν εὐαισθησία τῶν νέων, καί ἄλλοτε μέ τό πρόσχημα τῆς μόδας καί τῆς προόδου καί ἄλλοτε τῆς «ἀνάγκης» γιά ἐκπλήρωση αὐτοῦ πού ζητᾶ ἡ σάρκα καί ἡ ὕλη, ὥστε νά βρίσκεται ὁ νέος σέ ψυχοσωματική ἰσορροπία ἤ ἠρεμία σύμφωνα μέ τά λεγόμενά τους, παραπλανοῦν τούς νέους καί τούς ὁδηγοῦν σέ περιπέτειες, ἀγῶνες καί ἀγωνίες γιά τούς ἰδίους, ἀλλά καί γιά τήν οἰκογένειά τους.
Σήμερα πού ὅλα τά εἴδωλα ἔπεσαν κάτω καί ὁ σύγχρονος πύργος τῆς Βαβέλ τῆς ἄμετρης πλεονεξίας, τῆς ἑωσφορικῆς ἀλαζονείας καί τοῦ ψυχροῦ ἀπάνθρωπου ὀρθολογισμοῦ καταποντίστηκε μποροῦμε νά προφέρουμε στούς νέους μας τήν ἐμπειρία τῆς ἐκκλησίας μας μέ τό λόγο τοῦ εὐαγγελίου «Ρήματα ζωῆς αἰωνίου» καί τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς «ὁδός, ἀλήθεια καί ζωή». Ὅλοι μας ὀφείλουμε νά συμβάλουμε στήν κατάσταση νά προφυλάξουμε τά παιδιά μας καί νά συμπαρασταθοῦμε σ’ αὐτά ὁ καθένας μας ἀπό τή θέση καί τόν τρόπο του, γιατί αὐτά εἶναι ἡ ἐλπίδα μας, τό μέλλον τοῦ τόπου μας. Μπροστά στόν κίνδυνο τῆς ἀφομοίωσης καί ἀλλοτρίωσης μέσα στό χῶρο τῆς παγκόσμιας κοινωνίας ὀφείλουμε –ὄχι ἐθνικιστικά καί φανατικά, ἀλλά μέ συναίσθηση εὐθύνης μπροστά στήν ἱστορία καί τήν παράδοση τῆς Ρωμιοσύνης μας- νά πλάσουμε ἀνθρώπους πραγματικά ἐλεύθερους μέ γνώση τῆς ταυτότητάς τους καί πνευματική ἀρχοντιά.πηγη.isagiastriados

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Σὲ ποιὸν νὰ δίνουμε ἐλεημοσύνη καὶ μὲ ποιὸ τρόπο;
Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης



Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς λέει: «Παντὶ τῷ αἰτοῦντι σοι δίδου». Αὐτὸ σημαίνει πὼς πρέπει νὰ εὐεργετοῦμε καὶ νὰ ἐλεοῦμε ὅλους, χωρὶς νὰ διακρίνουμε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν κατάστασή τους, τὸ κοινωνικὸ παρελθόν τους ἢ τὴ θρησκεία τους. Πρέπει νὰ δίνουμε τὴν ἐλεημοσύνη μας στὸν καθένα ποὺ τὴν ἔχει πραγματικὰ ἀνάγκη.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει πὼς πρέπει νὰ εἴμαστε σπλαχνικοὶ πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ ἐκείνους ποὺ εἶναι δυστυχισμένοι ἀπὸ ὁποιαδήποτε αἰτία. Σὰν ἄνθρωποι πρέπει νὰ δίνουμε τὴν ἐλεημοσύνη μας στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ αἰτία ποὺ τοὺς κάνει νὰ ζητιανεύουν, εἴτε εἶναι χῆρες καὶ ὀρφανὰ εἴτε ἐξορίστηκαν ἀπὸ τὴν πατρίδα τους, εἴτε ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν αὐταρχικότητα τῶν κυβερνώντων εἴτε ἀπὸ τὴ σκληρότητα τῶν προϊσταμένων, εἴτε ἀπὸ τὴν ἀπανθρωπιὰ τῶν φοροεισπρακτόρων εἴτε ἀπὸ τὴν ἀπληστία τῶν ἐχθρῶν, εἴτε ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ τῆς περιουσίας τους εἴτε ἀπὸ τὴν ἀπώλεια ποὺ εἶχαν λόγῳ ναυαγίου. Ὅλοι τους ἔχουν δικαίωμα καὶ μερίδιο στὴ συμπάθειά μας.

Κοιτάζουν μὲ προσμονὴ τὰ χέρια σου, ὅπως κοιτάζουμε ὅλοι μας τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ὅταν ζητᾶμε κάτι. Εἶναι πολὺ καλύτερα ν’ ἀνοίξει κανεὶς τὸ χέρι του σὲ κάποιον ἀνάξιο, παρὰ νὰ στερήσει τὴν ἐλεημοσύνη του ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει ἀνάγκη, ἀπὸ φόβο νὰ μὴν ἀπατηθεῖ.

Πρέπει νὰ βοηθᾶμε τοὺς ἀνθρώπους ὄχι ἀπὸ ματαιοδοξία ἢ ἀπὸ ἔπαρση κι ἀλαζονεία, ὄχι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία μας νὰ μᾶς εὐχαριστοῦν καὶ νὰ μᾶς εὐγνωμονοῦν οἱ εὐεργετούμενοι ἢ γιὰ νὰ λάβουμε ἀνταπόδοση, ἀλλὰ μὲ ἀνιδιοτέλεια, γιὰ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸ Θεό, ἀλλὰ κι ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον μας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γράφει πὼς ἡ ἐλεημοσύνη ποὺ μολύνθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τῆς ματαιοδοξίας δὲν εἶναι πιὰ ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ κομπασμὸς καὶ σκληροκαρδία. Γιατί ὅταν δίνεις μὲ ὑπερηφάνεια εἶναι σὰ νὰ διασύρεις δημόσια τὸν ἀδελφό σου.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει στὴ δέκατη τρίτη ὁμιλία του στὴ Β΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ πὼς ἡ ἐλεημοσύνη δὲ συνίσταται μόνο στὸ νὰ δίνεις χρήματα, ἀλλὰ καὶ στὸ νὰ τὰ δίνεις μὲ αἴσθημα χριστιανικῆς συμπάθειας. Πρέπει νὰ κάνουμε τὸ καλὸ καὶ νὰ παρέχουμε τὴ βοήθειά μας θεληματικά, πρόθυμα, καρδιακά, μὲ σεβασμὸ καὶ ἀνυπόκριτη ἀγάπη πρὸς τοὺς φτωχούς. Δὲν πρέπει νὰ μᾶς κατέχει κανένα αἴσθημα περιφρόνησης, ἀγανάκτησης ἢ ὀργῆς κι ἐκνευρισμοῦ. «Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς» (Β’ Κορ. θ’ 7). «Διάθρυπτε πεινῶντι τὸν ἄρτον σου καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἔσαγε εἰς τὸν οἶκον σου», λέει κι ὁ προφήτης Ἠσαΐας (κεφ. νη’ 7). Κι ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ κάνεις μὲ τὴν καρδιά σου, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δίνει τὸ μέτρο, πῶς πρέπει νὰ ἐνεργοῦμε σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις: «ὁ παρακαλῶν, ἐν τῇ παρακλήσει, ὁ μεταδιδούς, ἐν ἁπλότητι, ὁ προϊστάμενος, ἐν σπουδῇ, ὁ ἐλεῶν, ἐν ἰλαρότητι» (Ρωμ. ιβ’ 8).

Ὅταν συμπεριφέρεσαι ἔτσι, ἡ προθυμία σου θὰ διπλασιάσει τὴν ἀξία τῆς καλῆς σου πράξης. Ὅταν ὅμως ἡ καλὴ αὐτὴ πράξη γίνεται μὲ λύπη ἢ ἀπὸ ἀνάγκη, δὲν μπορεῖ νὰ φέρει χαρά. Ὅταν κάνεις τὸ καλὸ πρέπει νὰ ἔχεις χαρά, ὄχι θλίψη ἢ γογγυσμό. «Ἐλεημοσύνη δὲ σημαίνει ἁπλὰ τὸ νὰ δίνεις χρήματα, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀλλὰ νὰ τὸ κάνεις μὲ ζῆλο, μὲ χαρά, μὲ ἕνα αἴσθημα εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸ πρόσωπο ποὺ δέχεται τὴ δωρεά σου. Ἂν κάποιος δὲ δίνει μὲ τέτοια διάθεση, θὰ ἦταν καλύτερα νὰ μὴν ἔδινε τίποτα, γιατί τότε αὐτὸ ποὺ δίνει δὲν εἶναι ἐλεημοσύνη ἀλλὰ ἀνώφελο καὶ ἄχρηστο ἔξοδο. Τότε μόνο λέγεται καὶ εἶναι ἐλεημοσύνη μία καλὴ πράξη, ὅταν δίνεται μὲ χαρά, ὅταν σκέφτεσαι πὼς ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δίνεις ἐσὺ ὠφελεῖσαι πολὺ περισσότερο» (Ὁμιλία 1η στὴν πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολή).

Τὸ καλὸ πρέπει νὰ τὸ κάνεις χρησιμοποιώντας τὴ δική σου περιουσία κι ὄχι κάποιου ἄλλου, στὴν ὁποία δὲν ἔχεις κανένα νόμιμο δικαίωμα. Καὶ θὰ πρέπει νὰ εἶναι περιουσία ποὺ ἀποκτήθηκε μὲ τίμια δουλειά, ὄχι μὲ κλοπές, ἀπάτες καὶ ψέματα. Γιὰ νὰ δώσουμε πολλὴ ἐλεημοσύνη, πρέπει νὰ περιορίσουμε τὰ ἔξοδά μας. Γιὰ παράδειγμα δὲν πρέπει ν’ ἀγοράζουμε ἀκριβὰ κι ἐξεζητημένα πράγματα, ἐφόσον μποροῦμε νὰ κάνουμε καὶ χωρὶς αὐτά. Γιατί αὐτὸ ποὺ μᾶς περισσεύει ἀνήκει στοὺς φτωχοὺς κι ὅταν τὸ ξοδεύουμε ἀσυλλόγιστα εἶναι σὰ νὰ τοὺς τὸ ἀφαιροῦμε. Πρέπει νὰ κάνουμε πάντα τὸ καλὸ καὶ νὰ βοηθᾶμε τοὺς ἄλλους. Νὰ μὴν περιορίζεται ὁ ζῆλος μας αὐτὸς ἀπὸ τὶς τυχὸν δυσκολίες ποὺ θὰ συναντήσουμε στὴν ἄσκηση τῆς ἐλεημοσύνης. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἡ πίστη σου κι ἡ ἐλεημοσύνη σου νὰ μὴ μειωθοῦν». Δὲ λέει νὰ κάνεις τὸ καλὸ μία φορά, δύο, τρεῖς, δέκα ἢ ἑκατὸ φορές, ἀλλὰ πάντα. «Τὸ ἔργο αὐτὸ νὰ μὴν τὸ ἐγκαταλείψεις» (Ὁμιλία στὴν πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολή).

Ὅταν δίνεις ἐλεημοσύνη, καλὸ εἶναι νὰ κάνεις διάκριση ἀνάμεσα στοὺς πραγματικὰ φτωχοὺς καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ φαίνονται φτωχοί. Πρέπει νὰ δίνεις ὅση περισσότερη βοήθεια μπορεῖς, ἀνάλογα μὲ τὴ δύναμή σου. Πρέπει νὰ δίνεις προτεραιότητα στοὺς περισσότερο φτωχούς, σὲ ἐκείνους ποὺ ἀξίζουν περισσότερο τὴ βοήθειά σου, στοὺς κοντινοὺς καὶ τοὺς συγγενεῖς σου πρῶτα κι ὕστερα στοὺς ξένους. Ἐπειδὴ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὰ γνωρίζεις πάντα αὐτὰ τὰ πράγματα μὲ ἀκρίβεια, μερικοὶ ἐκκλησιαστικοὶ πατέρες μᾶς συμβουλεύουν νὰ ἐμπιστευόμαστε ἐκείνους ποὺ εἶναι ἔμπειροι γιὰ νὰ μᾶς ποῦν ποῦ θὰ δώσουμε τὴν ἐλεημοσύνη μας. Αὐτὸ ὅμως δὲν πρέπει νὰ μᾶς γίνει πρόβλημα. Δὲν πρέπει νὰ ψάχνουμε πολὺ τὸ θέμα τῶν φτωχῶν, γιατί ἔτσι μπορεῖ νὰ στερήσουμε ἀπὸ τὴ βοήθειά μας καὶ ἐκείνους ποὺ ἔχουν πραγματικὰ ἀνάγκη. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει πὼς δὲν ὑπάρχει παράδειγμα κάποιου ὑπερβολικὰ ἀκριβοδίκαιου ἀνθρώπου ποὺ νὰ ἔπεσε πάνω σ’ ἕναν ἅγιο. Ὑπάρχει ὅμως τὸ ἀντίθετο, δηλαδὴ νὰ συναντήσει κανεὶς ἕναν ἀπατεώνα. Γι’ αὐτό, ἐκεῖνο ποὺ σᾶς συμβουλεύω εἶναι νὰ ἐνεργοῦμε σὲ ὅλα μὲ ἁπλότητα.

Τέλος θὰ ἤθελα νὰ πῶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ λογαριάζουμε πὼς κάνουμε κάτι σπουδαῖο ὅταν δίνουμε ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ πιστεύουμε πὼς ἁπλῶς εἴμαστε διαχειριστὲς τῶν ἀγαθῶν του Θεοῦ. Ποτὲ δὲ θὰ γίνεις τόσο γενναιόδωρος ὅσο ὁ Θεός, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἀκόμα κι ἂν μοιράσεις ὁλόκληρη τὴν περιουσία σου, ἀκόμα κι ἂν μαζὶ μὲ τὴν περιουσία σου παραδώσεις καὶ τὸν ἑαυτό σου πάλι δὲν ἔκανες τίποτα σπουδαῖο. Γιατί ὅ,τι κι ἂν δώσει ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμα καὶ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό, τὰ παίρνει πίσω ἀπὸ Ἐκεῖνον. Ὅσα περισσότερα καὶ νὰ Τοῦ δώσεις, ἐκεῖνα ποὺ θὰ σοῦ γυρίσει πίσω θὰ εἶναι περισσότερα. Καὶ βέβαια δὲν πρόκειται νὰ δώσεις τίποτα δικό σου, ἀφοῦ «πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον».

Ἂς κλείσουμε λοιπὸν λέγοντας: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται».

Μακάριοι κι εὐτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι εὔσπλαχνοι κι ἐλεοῦν τοὺς φτωχούς, γιατί αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν ἀπὸ τὸ Θεό. Ἄχ! καὶ νὰ ἤξερες τί μεγάλη ἀνταπόδοση σὲ περιμένει γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη ποὺ δίνεις στοὺς φτωχούς! Θὰ σοῦ δείξει ὁ Θεὸς ἔλεος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσης ἐνώπιον ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων καὶ θὰ κληρονομήσεις τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ποὺ ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ἀμήν.
πηγη.agiazoni