ΕΟΡΤΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΜΠΗΣ 14-15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2025
ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ 7.30μμ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΛΙΤΑΝΕΥΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ
ΑΝΗΜΕΡΑ ΟΡΘΡΟΣ-Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ 7.30-10.00πμ
«Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,41-42)
Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα εὐαγγέλια. Σ᾿αὐτὸ ὁ Κύριος δίνει ἀπάντησι σ᾿ ἕνα ἐρώτημα, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ὅλους ἀνεξαιρέτως.
Τὸ ἐρώτημα εἶνε· Ὑπάρχει μόνο ὕλη, ἢ ὑπάρχει καὶ πνεῦμα; Καὶ ἂν ὑπάρχῃ καὶ πνεῦμα, τότε ποιό ἀπὸ τὰ δύο εἶνε ἀνώτερο καὶ ποιο θὰ προτιμοῦμε, τὴν ὕλη ἢ τὸ πνεῦμα; Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ δίνει ἀπάντησι τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἀλλὰ θὰ σᾶς παρακαλέσω, νὰ δώσετε προσοχή.
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς πῆγε στὴ Βηθανία σ᾿ ἕνα φτωχόσπιτο, ὅπου κατοικοῦσαν τρία πρόσωπα· ὁ Λάζαρος, ποὺ ἀργότερα θὰ τὸν ἀναστήσῃ ὁ Κύριος, ἡ Μάρθα ἡ ἀδελφή του, καὶ ἡ ἄλλη ἀδελφή του ἡ Μαρία. Ἡ χαρά, ποὺ δοκίμασαν ἦταν ἀπερίγραπτη. Καὶ ἡ μὲν Μάρθα νόμισε, ὅτι θὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Κύριο ἂν ἑτοιμάσῃ ἕνα καλὸ τραπέζι. Γι᾿ αὐτὸ ἄφησε τὸ Χριστὸ καὶ πῆγε στὴν κουζῖνα.
Ἡ Μαρία ὅμως, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ μπῆκε ὁ Χριστὸς μέσα στὸ σπίτι μέχρις ὅτου βγῆκε, δὲν ἀπομακρύνθηκε καθόλου ἀπὸ τὴ συντροφιά του. Σὰν σφουγγάρι ῥουφοῦσε ὅλα τὰ λόγια του, ποὺ δὲν ὑπάρχουν ἄλλα στὸν κόσμο· ὅπως παρηγορεῖ ὁ Χριστὸς δὲν σὲ παρηγορεῖ κανένας. Μόνο τὰ δικά του λόγια δίνουν φτεροῦγες καὶ ὑψώνουν τὸν ἄνθρωπο ψηλά, πολὺ ψηλά, γιὰ νὰ αἰσθανθῇ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι.
Ἡ Μάρθα κάποια στιγμὴ κουράστηκε μέσα στὴν κουζῖνα. Βγαίνει, ὅπως ἦταν ἀνασκουμπωμένη, καὶ λέει· «Κύριε, δὲν μὲ λυπᾶστε; Ἡ ἀδελφή μου μ᾿ ἄφησε μόνη. Δὲν τῆς λές, νὰ σηκωθῇ ἀπ᾽ τὸ κάθισμα καὶ νά ᾿ρθῃ μέσα στὴν κουζῖνα νὰ μὲ βοηθήσῃ;». Καὶ τότε ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὅλο ἀγάπη καὶ ξέρει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ζύγισε τὴ Μάρθα, ζύγισε τὴ Μαρία, καὶ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ ἀκούσαμε· «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία»(Λουκ. 10,41-42). Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Εἶνε σὰν νὰ ἔλεγε· Μάρθα, στὸ φτωχικό σου δὲν ἦρθα γιὰ φαΐ.
Ὅπως ἡ ἀδελφή σου ἀκούει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ἔτσι κ᾿ ἐσὺ νὰ ἔρθῃς ἐδῶ ν᾿ ἀκούσῃς. Ὅσο γιὰ τὸ φαγητό, μετὰ τὴ διδασκαλία κάτι θὰ βρεθῇ νὰ φᾶμε. Ἐδῶ ἦρθα νὰ δώσω τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ Μαρία «τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο»(Λουκ. 10,41-42)· διάλεξε τὸ καλύτερο, διάλεξε ὄχι τὴν ὕλη ἀλλὰ τὸ πνεῦμα.
Νομίζω, ἀγαπητοί μου, ὅτι τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ εἶνε ἡ φωτογραφία ὅλων μας. Καὶ σήμερα βρίσκουμε ἀνάλογα παραδείγματα. Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδι τί σκέπτονται οἱ ἄνθρωποι σήμερα; ἀγγέλους, ἀρχαγγέλους, τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν «ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι» τὴν οἰκουμένην ὅλην, αὐτὰ σκέπτονται; Ὁ κόσμος σήμερα ἔχει πέσει στὴν ὕλη. Ὅλοι, μὲ διαφόρους τρόπους, κυνηγοῦν τὸ χρῆμα. Πῶς τὰ ἑκατὸ νὰ τὰ κάνουν διακόσα, τὰ διακόσα νὰ τὰ κάνουν τετρακόσα… Συνεχῶς τρέχουν λαχανιασμένοι, σὰν τὸ σκύλο ποὺ ἀσθμαίνει μὲ τὴ γλῶσσα ἔξω.
Λένε γιὰ κάποιον ἀρχαῖο βασιλέα, ὅτι δὲν κοίταζε ἄλλο παρὰ μόνο πῶς νὰ θησαυρίσῃ. Παρακαλοῦσε τοὺς θεοὺς νὰ τοῦ κάνουν τὴ χάρι, ὅ,τι πιάνει νὰ γίνεται χρυσάφι. Καὶ οἱ θεοί, λέει, ἄκουσαν τὴν προσευχή του· καὶ ἔπιανε πέτρες γίνονταν μάλαμα, ἔπιανε ξύλα γίνονταν μάλαμα, ἔπιανε ζῷα γίνονταν χρυσᾶ μοσχάρια, ἔπιανε λουλούδια γίνονταν κι αὐτὰ χρυσᾶ. Κάθισε στὸ τραπέζι νὰ φάῃ, ἔγιναν καὶ τὰ πιάτα καὶ τὸ φαῒ χρυσᾶ. Τέλος ἄγγιξε καὶ τὴν κόρη του καὶ ἔγινε κι αὐτὴ χρυσὸ ἄγαλμα.
Τότε κατάλαβε, ὅτι ὑπάρχουν κι ἄλλα πράγματα ἀνώτερα ἀπὸ τὸ χρυσάφι. Ὑπάρχουν τὰ λουλούδια ποὺ μυρίζουν, τὰ ἀηδόνια ποὺ κελαϊδοῦν, ἡ γυναίκα ποὺ ἀγαπάει, τὰ παιδιὰ μὲ τὴ στοργὴ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τους. Ὑπάρχουν ἰδέες ἀθάνατες. Κατάλαβε, ὅτι τὸ χρυσάφι δὲν εἶνε θεός. Καὶ ἐν τέλει οἱ θεοὶ τὸν σπλαχνίστηκαν καὶ τὸν ἐπανέφεραν στὴν προηγουμένη κατάστασι.
Ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι λάτρεις τοῦ μπεζαχτᾶ, τῶν χρημάτων, τῶν δολλαρίων. Θεὸ ἔχουν ὄχι τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν – ψέματα λένε· θεὸ ἔχουν τὸν χρυσό. Ἔπεσαν μὲ τὰ μοῦτρα ἄλλοι στὸ χρῆμα κι ἄλλοι στὴ σάρκα, στὸ βοῦρκο, ὅπως τὰ ἀκάθαρτα ζῷα. Ἔχουν σύνθημα «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν»(Ἠσ. 22,13 = Α´ Κορ. 15,32)· γλέντι, χορός, διασκέδασι, θέατρο, κινηματογράφος, πάρτυ, κρουαζιέρες κ.λπ..
Καὶ οἱ νέοι μας; Ὤ οἱ νέοι μας! Τί τραγούδια ψάλλουν; Μιὰ νεότης, ποὺ πῆρε κάποτε τὶς κορυφὲς τοῦ Ὀλύμπου καὶ τῆς Πίνδου καὶ τὶς ἕνωσε μὲ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τώρα ποῦ ἔπεσε; Στὰ τυχερὰ παιχνίδια καὶ στὸν τεντυμποϊσμό. Θεός τους τὸ ποδόσφαιρο, ἡ μπάλλα. Ἂν τεντώσῃς τ᾽ αὐτί σου, θ᾿ ἀκούσῃς ἄλλος νὰ μιλάῃ γιὰ ἔρωτες, ἄλλος νὰ μιλάῃ γιὰ πιοτά, ἄλλος γιὰ χαρτοπαίγνια…
Ἄχ, ἀδελφοί μου, ὁ κόσμος ἔφυγε πιὰ ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ περπατάει στὰ σοκάκια τοῦ διαβόλου. Σ᾿ ἕνα τέτοιο κόσμο λοιπόν, ποὺ εἶνε ἀπορροφημένος μόνο ἀπὸ τὶς ἡδονές, ἀπὸ τὶς διασκεδάσεις κι ἀπὸ τὸ ἄτιμο χρῆμα, ἀκούγεται σήμερα ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ λέει· «Μάρθα Μάρθα», κόσμε κόσμε, «μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δε ἐστι χρεία».
Ὁ κόσμος σήμερα εἶνε δραστήριος στὸ νὰ φτειάχνῃ ῥόδες, βίδες, δορυφόρους, ὑλικὰ καὶ ἐπίγεια πράγματα· ἀλλὰ γιὰ τὰ πνευματικά, γιὰ τὴν καλυτέρευσι τοῦ ἠθικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ του βίου, εἶνε ἀδρανὴς σὰν τὴ χελώνα. Ἀδιαφορεῖ. Ἔχει χρόνια νὰ πατήσῃ στὴν ἐκκλησία. Στὴν ἐκκλησία θὰ ᾿ρθῇ πιὰ νεκρός. Καὶ ἂν πῇς, Χριστιανέ μου, γιατί δὲν ἔρχεσαι νὰ ἐκτελέσῃς τὰ θρησκευτικά σου καθήκοντα; ἀμέσως στερεότυπη ἡ ἀπάντησι· «Δὲν ἔχω καιρό». Ἀπὸ τὶς εἰκοσιτέσσερις ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου, ἐσὺ μάνα, ἐσὺ παιδί, δὲν μπορεῖς νὰ κόψῃς δέκα λεπτὰ γιὰ νὰ δοξάσῃς τὸ Δημιουργό σου; Ἐσὺ κοπέλλα μου, ποὺ τρῶς ὧρες ὁλόκληρες μπροστὰ στὸν καθρέφτη γιὰ νὰ θαυμάζῃς τὸ εἴδωλό σου τὸ φθαρτό, γιὰ νὰ περιποιῆσαι τὰ μαλλιά σου, τὰ νύχια σου, τὸ κορμί σου ποὺ θὰ σαπίσῃ μέσα στὴ μαύρη γῆ, δὲν σοῦ περισσεύουν δέκα λεπτά, ν᾿ ἀνοίξῃς τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ διαβάσῃς ἁγία Γραφή, βίους τῶν ἁγίων; Κ᾿ ἐσὺ ὁ ἄλλος;… Ἔχουμε καιρὸ νὰ ἀγρυπνοῦμε γιὰ διασκεδάσεις μέσ᾿ στὰ «μαντριὰ» τοῦ διαβόλου, μὰ στὴν ἐκκλησία σβήσανε τὰ ἅγια, οἱ καντῆλες, τὰ πάντα. Δὲν ὑπάρχουν πλέον ἱερὲς ἀγρυπνίες… «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία».
Ἀδελφοί μου, τελείωσα. Κάποιο ἀνέκδοτο λέει τὸ ἑξῆς. Μιὰ μέρα σ᾿ ἕνα ὑπερωκεάνιο ταξίδευαν περίπου χίλιοι ἐπιβάτες. Ἦταν γαλήνη. Ἀλλὰ ἡ θάλασσα εἶνε ἄστατη. Σὲ λίγο τὰ κύματα σηκώθηκαν τόσο, ὥστε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα τὸ πλοῖο κινδύνευε νὰ καταποντισθῇ.
Ὁ πλοίαρχος βλέποντας τὸν κίνδυνο διατάζει τὰ πάρουν ὅλοι τὰ σωσίβια καὶ νὰ κατεβοῦν στὶς βάρκες. Ὅλοι κατέβηκαν. Ἕνας μόνο δὲν ἐννοοῦσε ν᾿ ἀφήσῃ τὸ καράβι. Αὐτὸς τὴν ὥρα ἐκείνη πῆγε κι ἄνοιξε τὴ βαλίτσα καὶ μετροῦσε τὶς λίρες του. Καὶ μόνο αὐτό; Καθὼς τὸ πλοῖο ἔμεινε ἐγκαταλελειμμένο καὶ οἱ ἄνθρωποι ζητώντας νὰ σώσουν τὴ ζωή τους εἶχαν ἀφήσει πολύτιμα πράγματα, αὐτὸς προσπαθοῦσε νὰ μαζέψῃ κι ἄλλα. Σὰν τὸ κοράκι, ποὺ πέφτει στὸ ψοφίμι καὶ δὲν ἐννοεῖ νὰ τ᾿ ἀφήσῃ, ἔτσι κι αὐτὸς ἦταν ῥιγμένος στὸ χρυσίο καὶ τὸ ἀργύριο. Τοῦ φωνάζουν· κανένα ἐνδιαφέρον αὐτός. Ὥσπου στὸ τέλος, μὲ μιὰ ἀπότομη κλίσι, τὸ πλοῖο βυθίζεται καὶ παίρνει κι αὐτὸν στὸ βυθὸ μαζὶ μὲ τὰ χρήματα καὶ μὲ ὅλα του τὰ πολύτιμα!
Καταλάβατε; Ἔτσι εἶνε καὶ ἡ ζωή μας· θάλασσα εἶνε καὶ ταξιδεύουμε ὅλοι. Τελικὰ κανένας δὲν θὰ μείνῃ μέσα στὸ πλοῖο. Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ἔρχεται τὸ τέλος. Κόσμε, βγῆτε ἔξω, κατεβῆτε στὴν σωτήριο λέμβο. Καὶ ποιά εἶνε ἡ σωτήριος λέμβος; Εἶνε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, εἶνε ἡ πίστι, εἶνε ἡ μετάνοια. Ὅσο ἔχουμε ἀκόμη καιρό, ἀδελφοί μου, ἂς σπεύσουμε.
Πέρασαν τὰ χρονάκια τῆς ζωῆς μας. Σὲ πολλοὺς τὰ χιόνια κάθησαν στὰ μαλλιά. Ὁ κό- σμος ἐτοῦτος περνᾷ. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Μηδέν τὰ πλούτη, μηδέν ἡ νεότης, μηδέν τὰ κάλλη… Ἕνα μένει, ἕνας μόνο ἀξίζει νὰ λατρεύεται, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὴ δίψα, ποὺ εἶχε ἡ Μαρία γιὰ τὸ Χριστό, νὰ ἔχουμε κ᾿ ἐμεῖς. Τὸν Χριστὸ νὰ ἀγαπήσουμε, καὶ αὐτὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἂς ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
2025 ΙΟΥΛΙΟΥ 27 - ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΤΥΦΛΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΩΦΟΥ (Ματθ. 9, 27-35)
†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
(Κήρυγμα στην Άνω Ράχη, στις 2/8/1992)
Οι τυφλοί που έβλεπαν τον ουρανό
Σήμερα το Ευαγγέλιο μας μίλησε για δύο τυφλούς. Σαν τυφλοί δεν
έβλεπαν τίποτε. Ούτε δένδρα, ούτε σπίτια, ούτε ανθρώπους. Και όμως είδαν
κάτι το πολυτιμότερο. Είδαν τον Χριστό. Όχι με τα μάτια του σώματος, αλλά με
τα μάτια της ψυχής.
Οι άνθρωποι αυτοί όταν άκουσαν ότι εκεί δίπλα περνά ο Χριστός
έτρεξαν πίσω του και φώναζαν: «Ελέησέ μας Υιέ Δαυΐδ. Ελέησέ μας Κύριε». Ο
Χριστός έκανε τον κουφό. Το συνήθιζε πότε-πότε ο Χριστός. Το συνηθίζει και
σήμερα. Τυχαίνει να τον επικαλούμαστε και να κάνει τον κουφό. Για να δει:
Έχουμε πίστη; Έχουμε υπομονή; Έχουμε ταπείνωση; Ή αν αργήσει λίγο να
μας απαντήσει, ξεχνάμε τι είμαστε εμείς και τι είναι Αυτός. Και αρχίζουμε να
γογγύζουμε και να διαμαρτυρόμαστε λες και ο Θεός είναι υπηρέτης μας και όχι
Κύριός μας.
Τελικά ο Χριστός μπήκε σε ένα σπίτι και γύρω του μαζεύτηκε κόσμος.
Σε λίγο κατέφθασαν και οι τυφλοί. Πώς πήγαν; Δεν χρειάζεται περιγραφή. Οι
τυφλοί δεν βαδίζουν με καλές προϋποθέσεις. Κάθε βήμα σκόνταμμα και
πόνος. Και όμως πήγαν με υπομονή και ελπίδα. Πλησίασαν τον Χριστό και
του είπαν: «Ελέησέ μας Κύριε».
Γιατί μπήκαν σε αυτό τον κόπο; Γιατί δεν γύρισαν στο σπιτάκι τους; Τι
απέδειξαν με την επιμονή τους; Απέδειξαν ότι έβλεπαν. Έβλεπαν φως και
ελπίδα στον Χριστό. Τα μάτια τους βέβαια ήταν σκοτεινά. Αλλά η ψυχή τους
ήταν ολόφωτη.
Ρώτησε ο Χριστός:
-Τι θέλετε να σας κάνω;
-Να ανοίξουν τα μάτια μας.
Τότε ο Χριστός τούς έβαλε ακόμη ένα δύσκολο πρόβλημα. Τους λέει:
-Το πιστεύετε ότι μπορώ να το κάνω;
Του απάντησαν:
-Ναι, Κύριε το πιστεύουμε.
Όταν ο Χριστός τους άκουσε, δεν τους είπε: «Ανοίχτε τα μάτια σας!
Εγώ διατάζω!», αλλά ακούμπησε τα δάχτυλά του στα μάτια τους και τους λέει:
-Κατά την πίστιν υμών γενηθήτω. Να γίνει σύμφωνα με την πίστη σας.
Αυτό που πιστεύετε να γίνει.
Αμέσως άνοιξαν τα μάτια τους, και είδαν και δόξαζαν τον Θεό.
Πόσο ζηλευτοί είναι αυτοί οι άνθρωποι. Τυφλοί στα μάτια, βλεπάτοι
στην ψυχή. Δεν έβλεπαν τα δένδρα, αλλά έβλεπαν τον δημιουργό Θεό. Και
πώς τον έβλεπαν; Παντοδύναμο, πολυέλεο και πολυεύσπλαχνο. Γι’ αυτό
ακριβώς και όταν τους είπε ο Χριστός:
-Πιστεύετε ότι μπορώ να το κάνω;
Η απάντησή τους ήταν:
-Ναι, Κύριε το πιστεύουμε.
Και δεν κλονίστηκαν καθόλου.
2Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου. Ἡ θεραπεία τῶν τυφλῶν καί τοῦ κωφοῦ. 2/8/1992
Το λυχναράκι και ο ήλιος
Κάποτε ο άγιος Αντώνιος είχε πάει στην Αλεξάνδρεια. Εκεί ήταν ένα
μεγάλο Πανεπιστήμιο, όπου δίδασκε ένας σοφός άνθρωπος, ονόματι
Δίδυμος, χριστιανός, μοναχός, γεμάτος από αρετές. Αλλά ήταν τυφλός.
Τον είδε ο άγιος Αντώνιος και του λέει:
-Μη λυπάσαι, αδελφέ, που δεν έχεις μάτια σωματικά, μάτια από εκείνα
που έχουν οι μύγες και τα κουνούπια. Αλλά να χαίρεις γιατί έχεις τα μάτια, που
έχουν οι άγιοι άγγελοι και βλέπουν τον Κύριο της δόξης και τα έργα του.
Τι είναι πολυτιμότερο; Τα μάτια τα σωματικά ή τα πνευματικά; Εμείς
όταν μιλάμε λέμε: «Τι είναι το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο; Τα μάτια».
Και όταν θέλουμε να πούμε σε κάποιον να φυλάει κάτι πολύ προσεκτικά, του
λέμε: «σαν τα μάτια σου».
Όμως τα μάτια του σώματος υπηρετούν την επίγεια ζωή. Τα μάτια της
ψυχής υπηρετούν την αιώνια ζωή και είναι τόσο πολυτιμότερα, όσο είναι
πολυτιμότερη η αιώνια ζωή από την επίγεια. Μακάριος ο άνθρωπος που έχει
μάτια που βλέπουν τον Θεό. Γιατί είναι πολυτιμότερα τα μάτια των αγγέλων,
από τα μάτια που έχουν τα κουνούπια και οι μύγες.
Είμαστε μέσα στην Εκκλησία του Χριστού. Φως έχει ο Χριστός, φως
δίνει. Φως έχουν οι άγιοι, φως δίνουν. Στεκόμαστε μπροστά στην εικόνα του
Χριστού και της Παναγίας. Και με την καρδιά ανοιχτή, για να ακούμε και να
δεχόμαστε την ευλογία Του: «Ειρήνη πάσι». «Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του Αγίου
Πνεύματος είη μετά πάντων υμών».
Ξέρετε τι μεγάλο πράγμα είναι να έχει κανείς τα μάτια της καρδιάς του
ανοικτά και να βλέπει στο πρόσωπο του ιερέα, τον Κύριο και Θεό μας να τον
ευλογεί; Αυτό δείχνει ότι έχει άγια μάτια, αγγελικά.
Αλλά ξεχνάμε το πολυτιμότερο και παρασυρόμαστε από τα πρόσκαιρα.
Αντί να μελετάμε το άγιο Ευαγγέλιο ή κάποιο βιβλίο πνευματικό, για να
πάρουμε φως Χριστού, διαβάζουμε παλιοπεριοδικά και ό,τι ψυχώλεθρο βιβλίο
πέσει στα χέρια μας. Έτσι όμως η ψυχή μας σκοτίζεται. Γιατί τα πάθη μας
είναι σκοτάδι, και μακριά από τον Χριστό. Είναι μόνο σκοτάδι.
Αν ο άνθρωπος, που μπήκε σε αυτή την πορεία προχωρήσει
παραπέρα, αρχίζει να απλώνει το αυτί του σε αθεϊστικές αντιλήψεις του
τύπου: «Σώπα καϋμένε, τι θα πει ζωή αιώνια; Πέντε και στο χέρι παρά δέκα
και καρτέρει. Διασκέδασε τη ζωή σου. Ποιός ξέρει αν υπάρχει τίποτε».
Από πού βγαίνουν αυτές οι εξυπνάδες;
Βγαίνουν από μια καρδιά, ένα νου και μια ψυχή γεμάτη σκοτάδι.
Σκοτάδι έχει, σκοτάδι δίνει. Και γίνεται εκείνο που λέει η Αγία Γραφή:
«Άβυσσος, άβυσσον επικαλείται». Το σκοτάδι τής ψυχής, ταιριάζει με το
σκοτάδι που βγαίνει με τα λόγια.
Έπρεπε, όταν ακούμε «λόγο σκοταδιού», να τρέμουμε. Όπως
τρέμουμε, όταν βλέπουμε άνθρωπο να μας επιτίθεται με μαχαίρι. Γιατί είναι
λιγότερο πράγμα να σφάξει κάποιος το σώμα σου, παρά να σφάξει την ψυχή
σου. Τι να τα κάνουμε τα φώτα των ανθρώπων; Εκείνα που νομίζουν φώτα οι
άνθρωποι, είναι λυχναράκια. Δεν είναι ο ήλιος. Ο ήλιος είναι άλλο.
Άλλο είναι το φως το αληθινό που δεν σβήνει με τίποτε. Που τα
σύννεφα δεν το επηρεάζουν. Το σκεπάζουν για λίγο, αλλά τα νικάει και τα
διαλύει. Οι εξυπνάδες των ανθρώπων είναι λυχναράκι. Έτσι και φύσηξε ένας
αεράκι, έσβησε.
3Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου. Ἡ θεραπεία τῶν τυφλῶν καί τοῦ κωφοῦ. 2/8/1992
Τέτοιες αποδείχθηκαν οι αθεϊστικές ιδέες. Φύσηξε ένας αέρας και
έπεσαν όλες μαζί αφήνοντας απογοητευμένους εκείνους που είχαν πιστέψει
ότι με αυτές θα χτίσουν έναν ομορφότερο κόσμο. Ο όμορφος κόσμος δεν
χτίζεται πάνω στην αθεΐα. Χτίζεται μόνο πάνω στο άγιο θέλημα του Κυρίου
ημών Ιησού Χριστού.
Το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο είναι το φως του Θεού. Και
πρέπει πάντα να το κυνηγάμε και να το ανάβουμε μέσα μας. Γιατί από καιρό
σε καιρό ξεθωριάζει μέσα στην ψυχή μας η μορφή του Χριστού. Πώς
ξεθωριάζει;
Θα πούμε το πιο απλό. Από Δευτέρα μέχρι Κυριακή πέφτει ο
άνθρωπος στις δουλειές του. Γέμισε η καρδιά και ο νους του από τις δουλειές
του. Τι χρειάζεται να κάνει;
Να πάει την Κυριακή στην Εκκλησία, να προσευχηθεί το βράδυ, να
μελετήσει κάτι, για να κάνει το φως του Χριστού μέσα του πιο φωτεινό. Γιατί
«εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» που λέμε στην δοξολογία. Δόσ’ μου φως,
Χριστέ μου.
Να προσέξει ακόμη να μην πέσει σε πράξεις κακές. Γιατί οι αμαρτίες
σκοτίζουν την ψυχή και σβήνουν το φως του Χριστού.
Να πούμε και κάτι άλλο. Μετά από λίγο θα γιορτάσουμε την Κοίμηση
της Παναγίας. Η Παναγία μας, όταν της αποκάλυψε ο άγγελος ότι ήλθε η ώρα
να πεθάνει, ενώ ήταν Μητέρα του Χριστού, νήστευσε δεκαπέντε ημέρες. Γι’
αυτό νηστεύουμε και εμείς, επειδή νήστευσε η Παναγία. Νήστευσε για να μη
δει τα δαιμόνια την ώρα του θανάτου της.
Εμείς είμαστε άνθρωποι απλοί και αμαρτωλοί. Ο Θεός να μας φωτίσει
να καταλάβουμε πόσο είμαστε αμαρτωλοί. Εμείς τι κάνουμε, ώστε όταν θα
πεθάνουμε να μην δούμε «την ζοφεράν και σκοτεινήν όψιν των πονηρών
δαιμόνων;». Αλλά να μας παραλάβουν άγγελοι Κυρίου και να μας οδηγήσουν
στον θρόνο Του; Θα νηστεύσουμε την νηστεία της Παναγίας παρακαλώντας
τον Χριστό να μας ελεήσει και την Παναγία να πρεσβεύει για μας;
Μαζί με τον Χριστό, όσο και αν στοιχίζει
Μας αξίωσε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να έλθουμε στην αγία του
Εκκλησία. Να τον δοξάσουμε, να ακούσουμε τον λόγο Του και να λάβουμε
φως στις καρδιές μας.
Αλλά πρέπει να κάνουμε κάτι ακόμη. Να πούμε με αποφασιστικότητα
σαν τους τυφλούς του Ευαγγελίου: «Είναι ανάγκη να περπατώ πίσω από τον
Χριστό, έστω και αν σκοντάφτω, έστω και αν πονώ. Έστω και αν μου στοιχίζει
λιγάκι. Έστω και αν καμιά φορά με στενοχωρεί».
Με στενοχωρεί μερικές φορές ο νόμος του Θεού... Για αστεία
πράγματα. Ήρθε η Παρασκευή και λιγουρεύομαι τα αρτύσιμα. Στενοχώρια
είναι και αυτό. Όμως αξίζει να αφήσεις τον δρόμο του Θεού για μια μπουκιά;
Αξίζει τον κόπο να αφήσεις τον δρόμο του Θεού για κάτι άλλα αστεία
πράγματα της επίγειας ζωής; Ποτέ! Περπάτα λοιπόν, αδελφέ, στο δρόμο του
Χριστού.
Όποιος πάρει την απόφαση να περπατάει στον δρόμο του Χριστού,
χαίρει για ό,τι κάνει για τον Χριστό και για την ψυχή του. Χαρά του είναι η
νηστεία, η προσευχή, η Εκκλησία, τα καλά έργα, η εγκράτεια. Χαρά του είναι
κάθε τι το οποίο ζητάει ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός.
Όλοι μας να περπατάμε έτσι πίσω από τον Χριστό. Και ο Χριστός θα
4Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου. Ἡ θεραπεία τῶν τυφλῶν καί τοῦ κωφοῦ. 2/8/1992
μας βλέπει με την ίδια ευσπλαχνία που είδε τους τυφλούς. Και θα μας γεμίζει
με την ευλογία Του. Αμήν.-
Ο Προφήτης Ηλίας
Στις 20 του Ιούλη κάθε χρόνο γιορτάζει η αγία μας Εκκλησία την εἰς οὐρανοὺς πυρφόρον ἀνάβασιν του αγίου ενδόξου προφήτου Ηλιού του Θεσβίτου. Ο προφήτης Ηλίας έζησε ασκητικά τον 9ο αιώνα π.Χ. ως ένας ένσαρκος άγγελος επί της γης, πυρούμενος από θείο ζήλο. Κατατάσσεται στον χορό των μεγάλων προφητών, παρόλο που δεν έγραψε δικό του προφητικό βιβλίο, και έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής. Για την επί 25 ολόκληρα χρόνια προφητική δράση του μάς πληροφορούν τα βιβλία Γ΄ και Δ΄ Βασιλειών στην Παλαιά Διαθήκη.
Πτώση του Ισραήλ στη λατρεία του Βάαλ
Επιβολή ανομβρίας από τον προφήτη Ηλία
Έζησε σε χρόνια δύσκολα, στην εποχή που ο λαός του Θεού πλανήθηκε στην ειδωλολατρία λατρεύοντας τον Βάαλ και την Αστάρτη, θεότητες που λάτρευαν οι Φοίνικες, αντί της λατρείας του αληθινού Θεού. Ο τότε βασιλιάς του Ισραήλ, Αχαάβ, (873-854π.χ.), μετά τον γάμο του με την Ιεζάβελ, κόρη ενός ιερέως του Βάαλ, σύμφωνα με την μαρτυρία του ιστορικού Μενάδου, παρασύρθηκε στην ειδωλολατρία και κατεδίωκε τους προφήτες του αληθινού Θεού επιβάλλοντας τη λατρεία του Βάαλ και της Αστάρτης.
Ο προφήτης Ηλίας ήταν το σωστό πρόσωπο στη σωστή θέση στη πιο κρίσιμη στιγμή. Με θάρρος και ζήλο Θεού στέκεται μπροστά στον βασιλιά και τον προειδοποιεί ότι ζει Κύριος ο Θεός των δυνάμεων και δεν θα έλθει βροχή, παρά μόνον αν αυτός το ζητήσει από τον Θεό (Γ΄ Βασ. 17,1). Με απλά λόγια: δεν θα βρέξει ο Θεός αν δεν του πω εγώ!! Επιβάλλει μια σκληρή ανομβρία, που κράτησε τριάμισι ολόκληρα χρόνια, μέχρις ότου ο λαός του Θεού μετανοήσει και επιστρέψει στον αληθινό Θεό.
Τα κοράκια τρέφουν τον προφήτη Ηλία
Στην περίοδο αυτή, με εντολή του Θεού, κρυβόταν αρχικά στον χείμαρρο Χερίθ ανατολικά του Ιορδάνη, εκεί όπου σήμερα είναι κτισμένη η Μονή του Χοζεβά. Ο Θεός φρόντιζε για τη διατροφή του: κοράκια τού έφερναν κάθε πρωί ψωμί και κάθε βράδυ κρέας και έπινε νερό από τον χείμαρρο.
Ανάσταση του υιού της χήρας στα Σαρεπτά
Κι όταν στέρεψε ο χείμαρρος, ο Θεός έστειλε τον προφήτη Ηλία στα Σαρεπτά της Σιδωνίας σε μια γυναίκα χήρα. Αυτή με το λιγοστό αλεύρι και λάδι που είχε, ζύμωσε λαγάνα για τον προφήτη, σύμφωνα με τις οδηγίες του. Το πιθάρι με το αλεύρι και το δοχείο με το λάδι δεν επρόκειτο να αδειάσει, μέχρις ότου θα σταματούσε η ανομβρία. Σε λίγες μέρες, όμως, το μονάκριβο παιδί της χήρας πέθανε και ο προφήτης Ηλίας με τρόπο θαυμαστό το ανέστησε!
Θαύμα με τη φωτιά από τον ουρανό – Τέλος της ανομβρίας
Στη συνέχεια, Κύριος ο Θεός έστειλε τον προφήτη Ηλία να πάει στον βασιλιά Αχαάβ και να τον προκαλέσει σε ένα μεγάλο στοίχημα, για να φανεί ποιος είναι ο αληθινός Θεός. Παρόλο που ο Αχαάβ αναζητούσε τον προφήτη Ηλία, για να τον θανατώσει, αυτός δεν διστάζει να παρουσιαστεί μπροστά του υπακούοντας στην εντολή του Θεού.
Ετοιμάστηκαν, λοιπόν, δύο θυσιαστήρια, στο Καρμήλιον όρος, ένα για τους ψευδοπροφήτες και ψευδοϊερείς του Βάαλ και ένα για τον προφήτη Ηλία. Το στοίχημα απλό. Την αναγκαία φωτιά, για να γίνει η θυσία, θα τη δώσει αυτός που είναι πραγματικά Θεός. Άρχισαν οι του Βάαλ να τόν επικαλούνται να δώσει φωτιά για τη θυσία, αλλά ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Τους περίπαιζε λέγοντάς τους να φωνάξουν πιο δυνατά, γιατί ο θεός τους ίσως κοιμόταν και δεν τούς άκουγε.
Όταν ήλθε η σειρά του προφήτη Ηλία, έκτισε το θυσιαστήριο με 12 λίθους, έβαλε τα ξύλα και ζήτησε να βάλουν νερό πάνω στα ξύλα τρεις φορές. Τα ξύλα κολυμπούσαν μέσα στο νερό. Και τότε προσευχήθηκε λέγοντας:
Κύριε άκουσέ με σήμερα και στείλε φωτιά, για να μάθει όλος ο λαός ότι εσύ είσαι Κύριος ο Θεός του Ισραήλ και εγώ ο δούλος σου· έκανα για χάρη σου όλα αυτά τα έργα … και έπεσε φωτιά από τον Κύριο … και όλος ο λαός έπεσε επί την γη και είπαν ότι αληθινά Κύριος ο Θεός του Ισραήλ είναι πραγματικός Θεός (Γ΄ Βασ. 18,36-39).
Μετά τα θαυμαστά αυτά γεγονότα, επέστρεψε ο Ισραήλ στον αληθινό Θεό και ακολούθως, σταμάτησε η ανομβρία.
Θεοπτία
Όταν η βασίλισσα Ιεζάβελ κυνηγούσε τον προφήτη Ηλία, για να τόν θανατώσει, αυτός έφθασε στο όρος Χωρήβ. Εκεί ο Θεός κάλεσε τον προφήτη Ηλία να βγει πάνω στον βράχο, για να τόν δει.
Τότε, σφοδρός άνεμος έσχιζε τα όρη και συνέτριβε τους βράχους και κατόπιν έγινε σεισμός. Δεν ήταν ο Κύριος μέσα στον σεισμό. Μετά ακολούθησε φωτιά, αλλά δεν ήταν μέσα σ’ αυτήν ο Κύριος. Μετά ακολούθησε αύρα λεπτή και ο προφήτης Ηλίας σκέπασε το πρόσωπο του με την μηλωτή. Μέσα στην αύρα ήταν ο Κύριος.
Ανάληψη στους ουρανούς
Εικοσιπέντε χρόνια έδρασε ως προφήτης και ακολούθως έχρισε τον Ελισσαίο ως διάδοχό του και αναλήφθηκε στους ουρανούς.
Ο προφήτης Ηλίας ευαρέστησε τον Θεό με ολόκληρη την ζωή του και τιμήθηκε από τον Θεό πάρα πολύ. Αξιώθηκε να είναι ο ένας εκ των δύο ανθρώπων που δεν γεύτηκαν θάνατο (ο άλλος είναι ο Ενώχ). Αξιώθηκε να είναι ο ένας εκ των δύο ανθρώπων που είδαν τη δόξα του Θεού (αυτοί είναι ο Μωυσής και ο Ηλίας, που εμφανίζονται και στη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο Θαβώρ ως εκπρόσωποι του Νόμου και των Προφητών).
Αξιώθηκε να είναι ο άγιος της βροχής. Όσες φορές ο τόπος μας περνά περίοδο ανομβρίας και αυτό, δυστυχώς, γίνεται πολύ συχνά, οι άνθρωποι τόν επικαλούμαστε με πίστη και απαντά δίνοντας βροχή.
Να μιμούμαστε, λοιπόν, τον προφήτη Ηλία στον ζήλο και την αρετή του και να τού ζητούμε στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, να μεσιτεύει για μας.
Ταῖς τοῦ σοῦ προφήτου ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Είναι συνηθισμένο το φαινόμενο να εκφέρουμε γνώμη με βάση την προσωπική μας εμπειρία. Αν και αυτό δεν είναι αρνητικό, όμως δεν είναι ολοκληρωμένο. Υπάρχει και άλλη θέα του θέματος, που, αν δεν τη γνωρίσουμε, δεν κατέχουμε όλη την αλήθεια.
Έτσι, ο άνθρωπος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί από ένα λόγο ή πράξη του. Πίσω και πέρα από το συγκεκριμένο λόγο του και τη συγκεκριμένη πράξη του, υπάρχει ο ψυχικός του κόσμος, ο χαρακτήρας του, το D.N.A του, η ιστορία του. Άλλωστε, υπάρχει η μετάνοια που μετατρέπει τον νουν, τη θεώρηση, τη ζωή μας. Δεν ξέρεις το αύριο του προσώπου που σήμερα του βάζεις ταμπέλες...
Υπάρχουν άγιοι που το παρελθόν τους ήταν πολύ σκοτεινό. Το φως του Χριστού, όμως, που δέχτηκαν στην καρδιά τους, φώτισε την ύπαρξή τους και άρχισαν με χαρά και όρεξη τον εσωτερικό αγώνα της κάθαρσης τους από τα μακροχρόνια πάθη και αμαρτωλές συνήθειες.
Οι βίοι των αγίων, που η Εκκλησία μάς καλεί να μελετούμε, ενθαρρύνουν την ελπίδα για την προσωπική μας αλλαγή και εξαφανίζουν την κατάκριση για τη συμπεριφορά των άλλων, γιατί αυτοί οι «άλλοι» μπορεί να είναι οι ετοιμαζόμενοι μετανοούντες και άρα ενώπιον του Θεού οι αυριανοί άγιοι.
Είναι σημαντικό για τον άνθρωπο που περνά πειρασμό να βρίσκει αδελφούς που θα του συμπαρασταθούν, αντί εχθρούς που θα τον πολεμούν με την κριτική τους.
Το πνεύμα του Ευαγγελίου, που οι άγιοι Πατέρες και Μητέρες μας εφάρμοσαν, καλεί σε αγκάλιασμα των αδυνάτων, γιατί έτσι έκανε και ο Χριστός που ως χριστιανοί έχουμε το όνομά του. Συναναστρέφετο και έτρωγε με τελώνες και πόρνες, συμπαραστάθηκε στη Μοιχαλίδα γυναίκα που κινδύνευε με λιθοβολισμό από τους «καθαρούς» Ιουδαίους.
Στο Γεροντικό αναφέρεται το εξής περιστατικό: «Κάποιοι από τους γέροντες πήγαν στον αββά Ποιμένα και του είπαν “αν δούμε τους αδελφούς να νυστάζουν στην εκκλησία, εγκρίνεις να τους σκουντήσουμε, για να είναι ξύπνιοι στην αγρυπνία;”. Αυτός τους απάντησε: “Εγώ πάντως, αν δω κάποιον αδελφό να νυστάζει, βάζω το κεφάλι του επάνω στα γόνατά μου για να τον αναπαύσω”»[1].
Αν, κατά τον άγιο Ισαάκ το Σύρο, «Η καθαρότητα της καρδιάς φαίνεται στη συμπαράσταση στους αδύνατους που πέφτουν», είναι φανερό ότι η όποια άσκησή μας για να καθαρθεί η καρδίας μας, θα φανεί με την αποδοχή, τη συγχωρητικότητα, την ακατακρισία.
Ως άνθρωποι που θέλουμε να είναι ο Χριστός «Ο Κύριος και Θεός μας» καλούμαστε να έχουμε το δικό Του πνεύμα, τη δική Του ανοιχτή αγκαλιά προς κάθε άνθρωπο ό,τι και να είναι, όπως και να ζει. Τότε μαζί με το πνεύμα Του θα έχουμε και τη δική Του χαρά και ειρήνη, τόσο αναγκαίες και απαραίτητες για να ζήσουμε τώρα και πάντα.
[1] Το Γεροντικό, Τ. Α΄, έκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, Θεσ. 2013, σ. 263
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Η άποψη ότι ο Θεός τιμωρεί όσους δεν εφαρμόζουν τις εντολές Του, είναι διαδεδομένη όχι μόνο στις θρησκείες αλλά και σε πολλούς χριστιανούς. Από μικροί ακούμε το: «να είσαι καλό παιδί, αλλιώς θα σε τιμωρήσει ο Θεός». Μεγαλώνοντας, καταλαβαίνουμε ότι «δεν μας τιμωρεί πάντα, όποτε αμαρτάνουμε», αλλά μας έμειναν στο υποσυνείδητο οι φοβίες και οι ενοχές, καθορίζοντας τη ζωή μας. Κάποιοι, θέλοντας να ελευθερωθούν από τέτοιο Θεό, Τον αρνήθηκαν τελείως, γίναν άθεοι, εφαρμόζοντας το:
«δεν ελπίζω τίποτα,
δεν φοβούμαι τίποτα,
είμαι λεύτερος».
Είναι, όμως, πράγματι Ορθόδοξη η άποψη ότι ο Θεός τιμωρεί; Οι Πατέρες της Εκκλησίας το πιστεύουν και το διδάσκουν;
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος θα πει: «Ο Θεός δεν είναι Κάποιος που τιμωρεί το κακό, αλλά Εκείνος που διορθώνει το κακό»[1]. Άλλωστε, ο Θεός ως αγάπη, πώς είναι δυνατόν να ευχαριστιέται βλέποντας τα πλάσματά Του να βασανίζονται στην κόλαση; Γι’ αυτό, ξεκάθαρα ο ίδιος άγιος θα σημειώσει: «Έχω τη γνώμη πως θα υπάρξει κάποια θαυμαστή έκβαση, μια απέραντη και ανείπωτη ευσπλαχνία εκ μέρους του ένδοξου Δημιουργού...»[2]. Κι ακόμα: «Η πλειοψηφία της ανθρωπότητας θα εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών χωρίς την εμπειρία της γεένης»[3].
Η απαλλαγή από λανθασμένες αντιλήψεις δεν είναι εύκολη υπόθεση! Πόσες φορές κάποιες αναποδιές ή δοκιμασίες τις συνδέομε με τις αμαρτίες μας και τις θεωρούμε ως τιμωρία Θεού!
Η προσωπική εμπειρία της αγάπης Του - κυρίως όταν συνειδητοποιούμε την αμαρτωλή μας κατάσταση - θα μας βεβαιώσει ότι δεν στέκεται απέναντί μας αλλά συμπορεύεται, συμπάσχει, μας σπρώχνει για να βγούμε από το χάος που μας προκαλεί ο λανθασμένος τρόπος ζωής μας.
Αν ο απόστολος Πέτρος μας καλεί «να αγαπάμε ο ένας τον άλλο με όλη μας την ψυχή, γιατί η αγάπη καλύπτει πολλές αμαρτίες»(Α΄Πετρ. 4,8), πώς είναι δυνατό ο Θεός της αγάπης να μην «καλύπτει» τις αμαρτίες των παιδιών Του; Μα, είναι τυχαίο που ονόμασε το μήνυμα της σωτηρίας μας Ευαγγέλιο, που πάει να πει «ευχάριστη, χαρούμενη, είδηση»;
Βέβαια, η σωτηρία του κάθε ανθρώπου ως μυστήριον - γνωστό στο Θεό και στον ίδιο - δεν μπαίνει στα δικά μας λογικά καλούπια. Εκείνος, με τη φανερή ή κρυφή σχέση που έχει με τον καθένα, τακτοποιεί την τελική έκβαση της πορείας του, ώστε αιώνια να καταλήξει στην αγκαλιά Του, συντροφιά με τους αγίους Του.
Αυτό το βάθος του μυστηρίου της σωτηρίας κατανοώντας ο άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης έλεγε: «Ο Θεός μας ξεγέλασε. Μας έπλασε ελεύθερους, όμως το θέλημά Του θα κάνει στο τέλος. Και το θέλημά Του είναι “πάντας σωθήναι”. Θα μας σώσει όλους, ακούς; Όλους. Και τους εγκληματίες θα σώσει. Μη με ρωτάς όμως πώς»[4].
2025 ΙΟΥΛΙΟΥ 6 – ΚΥΡΙΑΚΗ Δ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΥ (Ματθ. 8, 5-13)
†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
(Κήρυγμα στη Βαλανιδούσα, στις 20/6/1999)
Πού να μπεις σπίτι μου, Χριστέ μου…
Μας είπε το Ευαγγέλιο, ότι ο Χριστός είχε πάει στην Καπερναούμ. Εκεί τον
βρήκε ένας Ρωμαίος εκατόνταρχος. Όχι Εβραίος. Θα λέγαμε σήμερα, όχι
χριστιανός. Και του είπε:
-Κύριε, έχω έναν υπηρέτη που είναι παράλυτος και βασανίζεται. Δεν φτάνει
που είναι παράλυτος, αλλά και ολόκληρη την ημέρα πονάει.
Σαν να ήθελε να πει: «Τον βλέπω, και σπαράζει η καρδιά μου, γιατί τον
πονάω. Σε παρακαλώ, έλα να τον θεραπεύσεις».
Ο Χριστός του απάντησε:
-Θα έρθω.
Τότε ο Ρωμαίος, ο ειδωλολάτρης, του είπε:
-Κύριε, να μην έρθεις. Γιατί δεν είμαι άξιος να μπεις στο σπίτι μου. Είμαι
αμαρτωλός. Αλλά από εκείνα που άκουσα για Σένα, το έχω καταλάβει. Εξουσία
έχεις. Δύναμη έχεις. Έχω κι εγώ κάποια στρατιωτική εξουσία και ξέρω. Κάνω ένα
νεύμα και οι υφιστάμενοί μου εκτελούν αμέσως εκείνο που θέλω. Λέω δηλαδή
στον ένα: «έλα», και έρχεται. Και στον άλλο: «πήγαινε» και φεύγει. Τους λέω πάλι:
«κάνετε εκείνο» και το κάνουν αμέσως. Η δική μου εξουσία είναι στους
υφισταμένους μου. Έτσι και η δική Σου εξουσία είναι στον παράλυτο υπηρέτη
μου. Πιστεύω ότι με ένα Σου νεύμα, με μια Σου λέξη μπορεί να θεραπευτεί ο
δούλος μου. Αλλά στο σπίτι μου δεν είμαι άξιος να μπεις.
Ας προσέξουμε, για να καταλάβουμε, τι λέει ο Ρωμαίος εκατόνταρχος, ο
ειδωλολάτρης, και τι ο Χριστός.
Ο ένας δείχνει αγάπη προς τον άνθρωπο, τον δούλο του.
Και ο Χριστός λέει: «Μπράβο! Καλά κάνεις. Επειδή έχεις καλωσύνη. Θα
‘ρθώ να τον κάνω καλά».
Αλλά τότε, στον Ρωμαίο γεννήθηκε ένας προβληματισμός, που πρέπει να
κάνουμε όλοι μας, όλη την ημέρα:
Τι είναι ο Θεός; Τι είμαι εγώ;
Τι καρδιά θέλει να έχω ο Θεός; Τι καρδιά έχω;
Τι πράξεις θέλει να κάνω; Και τι κάνω;
Ποια πρέπει να είναι η σχέση ενός ανθρώπου με τον Θεό; Οπωσδήποτε
πρέπει να είναι επικοινωνία πνευματική, ταύτιση του «έσω ανθρώπου» με το
θέλημα του Θεού.
2Κυριακή Δ΄ Ματθαίου. Θεραπεία δούλου ἑκατοντάρχου. 20/6/1999
Και ψάχνοντας ο αμαρτωλός ειδωλολάτρης, έβλεπε ότι δεν έχει σωστή
σχέση με τον Θεό. Και ότι κάποιες εντολές Του, τις είχε καταπατήσει και ότι είχε
μια καρδιά που δεν είχε τόση καλωσύνη, όση πρόδιδε το ενδιαφέρον για τον
δούλο του, αλλά είχε πολλά μελανά σημεία. Και έχοντας τοποθέτηση ειλικρινή
απέναντι του Χριστού, Του είπε: «Κύριε δεν επιτρέπεται να ‘ρθείς στο σπίτι μου,
γιατί είμαι ολόκληρος βυθισμένος στην αμαρτία».
Τα δυό γνωρίσματα της πίστης
Τα λόγια του εκατοντάρχου είναι λόγια προσευχής. Ό,τι είπε στο Χριστό,
προσευχή ήταν. Και εμείς όταν στέκουμε στην προσευχή μας, τι λέμε; «άφες ημίν
τα οφειλήματα ημών». Εξομολογούμαστε τις αμαρτίες μας δηλαδή, με λίγα ή με
πολλά λόγια, και λέμε: «Κατανόησέ τες, Χριστέ μου, τις αμαρτίες μας και
συγχώρησέ μας».
Όταν πηγαίνουμε να κοινωνήσουμε, οι προσευχές της Εκκλησίας, που δεν
πρέπει να τις παραλείπουμε, λένε: «Χριστέ μου δεν είμαι άξιος να εισέλθεις μέσα
στον οίκο της ψυχής μου, διότι όλος είναι έρημος. Η οικία της ψυχής μου είναι
έρημος και καταπεσούσα. Γιατί είναι χωρίς την χάρη του Αγίου Πνεύματος, χωρίς
τον αγώνα, χωρίς ευλάβεια. Δεν ζω, όπως απαιτούν οι εντολές Σου».
Όταν ο Χριστός άκουσε αυτά τα λόγια, είπε: «ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην
πίστιν εύρον». Θα λέγαμε σήμερα: «Ούτε σε χριστιανούς δεν βρήκα τέτοια πίστη».
Ποια είναι η μεγάλη αυτή πίστη, που την θαύμασε ο Χριστός, και μας
προτείνει ο Άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος, να ψάξουμε να την
βρούμε;
Πρώτα από όλα να πιστεύουμε, ότι ο Χριστός είναι ο Θεός και έχει δύναμη
θεϊκή. Και μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, με ένα λόγο Του. Έχετε δει ποτέ παράλυτο;
Γίνεται καλά με λόγια ο παράλυτος; Μήπως γίνεται καλά με εγχειρήσεις και με
φάρμακα; Τίποτε δεν πιάνει, παρά την πρόοδο της επιστήμης. Αλλά εδώ τι λέει ο
εκατόνταρχος; «Ένα λόγο να πεις, και όλα διορθώνονται. Ακόμα και ο θάνατος
διορθώνεται. «Και ιαθήσεται ο παις μου». Και θα γίνει καλά ο δούλος μου. Πρώτα
λοιπόν πίστη είναι, να πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει πράγμα αδύνατο για τον
Χριστό.
Και το δεύτερο είναι η αυτογνωσία και η αυτομεμψία: «Ουκ ειμί άξιος Χριστέ
μου» Δεν είμαι άξιος. Αμαρτωλός είμαι.
Τι θέση πρέπει να έχω, απέναντί Σου; Να εξομολογούμαι με ειλικρίνεια τις
αμαρτίες μου. Όχι να προσπαθώ να κρυφτώ, ούτε να κάνω τον έξυπνο. Γιατί
μερικοί, όντας βρώμα και δυσωδία, αντί να πάρουν την θέση που πήρε ο
εκατόνταρχος απέναντι του Χριστού, λένε: «Ε, και τι έγινε που κάνω και καμιά
αμαρτία; Και τι θα κερδίσω άμα πάω στην εκκλησία; Και τι θα με ωφελήσει να
τηρώ τις εντολές του Θεού; Δεν βαριέσαι… Η ψυχή θέλει ψίχαλα και η κοιλιά
κομμάτια». Να το μεγάλο λάθος του ανθρώπου!
3Κυριακή Δ΄ Ματθαίου. Θεραπεία δούλου ἑκατοντάρχου. 20/6/1999
Μας έδωσε ο Θεός φαιά ουσία, για να σκεφτόμαστε το συμφέρον μας! Να
σκεφτόμαστε «τα καλά και συμφέροντα», αλλά «ταις ψυχαίς ημών». Για ολόκληρη
τη ζωή μας να ζητάμε τα συμφέροντα. Όχι μόνο για την κοιλιά μας, ούτε μόνο για
τη σάρκα μας.
Πώς θα σκεφτούμε το συμφέρον ολόκληρης της ζωής μας;
Όταν δεν αφήνουμε το μυαλό μας να κολλάει μόνο στα υλικά και σαρκικά,
αλλά ανοίγουμε τα μάτια, όχι μόνο του σώματος αλλά και του έσω ανθρώπου, για
να δούμε καλλίτερα τον κόσμο, τον Θεό, τον εαυτό μας.
Γεύσασθε και ίδετε
Το: «μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν»,
που λέει το Ευαγγέλιο, είναι εντολή. Απευθύνεται πρώτα σε εκείνους που έχουν
καταλάβει τι είναι ο Θεός. Και εκτός από την υποχρέωση να τον τηρούν, έχουν και
το καθήκον να ανοίγουν το στόμα τους και να υπενθυμίζουν και στους άλλους:
«μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού». Καλότυχοι εκείνοι, που έστω και αν
δεν τον δέχονται, επί του παρόντος, τον ακούνε με ενδιαφέρον και
προβληματισμό.
Γιατί ο λόγος του Θεού είναι μαχαίρι. Όχι για το σώμα αλλά για την καρδιά!
Ένα μαχαίρι, άμα μας κόψει, πονάει. Έτσι και ο λόγος του Θεού, όταν
ακούγεται, κάνει την καρδιά να πονάει. Αλλά πονάει η καρδιά, ακούγοντας τον
λόγο του Θεού, γιατί τότε αρχίζει και αποκτά ζωή.
Πονάει ο πεθαμένος αν τον κόβεις; Δεν πονάει.
Ο ζωντανός; Αυτός πονάει!
Ακούς τον λόγο του Θεού και δεν πονάς; Τότε είναι απελπιστική η
κατάστασή σου! Αρχίζεις και πονάς, ψάχνεις, ψάχνεσαι; Τότε έγινε η καλή αρχή.
«μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού». Από εκεί και πέρα αρχίζει μια
καινούργια δεοντολογία: «και φυλάσσοντες αυτόν» Έχεις την υποχρέωση τον
λόγο του Θεού, να τον κάνεις κανόνα της ζωής σου, δρόμο σου, περπάτημά σου.
Να τον ταυτίσεις με την σκέψη σου. Να τον κάνεις φως και οδηγό.
Είπαμε ότι πριν κοινωνήσουμε, λέμε τα λόγια του εκατοντάρχου.
Γιατί μας καλεί ο Χριστός να κοινωνήσουμε το σώμα και το αίμα Του;
«Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον». Ώστε, ενώ πριν την Θεία
Κοινωνία είχαμε (και πρέπει να έχουμε) τη διάθεση να πούμε: «Κύριε, δεν είμαι
άξιος να ‘ρθείς στο σπίτι μου», αφού κοινωνήσουμε, γινόμαστε όχι απλώς ένα
σπίτι καθαρό, αλλά έχουμε αγιοσύνη και καθαρότητα και δόξα, όση έχει το σώμα
του Χριστού. Τέτοια χάρη μας δίνει η Θεία Κοινωνία. Αφού λοιπόν παίρνουμε
τόσες δωρεές, γιατί δεν λέμε στον εαυτό μας: «Ασχολείσαι με τόσα πράγματα
ανούσια. Γιατί όμως δεν καταλαβαίνεις, ότι αυτά που λέει η πίστη μας, πρέπει
επιτέλους να τα δοκιμάσεις; Πώς πρέπει να ετοιμαστώ για να κοινωνήσω; Πώς θα
πάρω και εγώ αυτή τη χάρη;»
4Κυριακή Δ΄ Ματθαίου. Θεραπεία δούλου ἑκατοντάρχου. 20/6/1999
Και ημέρα με την ημέρα, Κοινωνία με την Θεία Κοινωνία, να γίνομαι πιο
καθαρός. Και να γίνω άξιος να βρεθώ στην Βασιλεία του Θεού!
Ο Χριστός ο πολυεύσπλαγχνος, ποτέ δεν βουλώνει τα αυτιά Του σε καμία
προσευχή. Όσο πιο πολύ του λες: «ουκ ειμί άξιος», «δεν είμαι άξιος να βρίσκομαι
κοντά σου», τόσο περισσότερο σε ακούει με στοργή, με αγάπη και με κατανόηση.
Θα προσθέσουμε και κάτι ακόμα, βλέποντας το ενδιαφέρον του
εκατοντάρχου για τον δούλο του.
Ποιο είναι το βάθος της πνευματικής ζωής και του νόμου του Θεού;
Όλα να τα σκεφτόμαστε και όλα να τα κάνουμε με την αγάπη που μας δίδαξε
ο Χριστός. Και για να τα κάνουμε όλα με αγάπη, πρέπει να προσπαθούμε να
‘ρθούμε στη θέση του άλλου.
Και να μην υπολογίζουμε, εγωκεντρικά τον χρόνο μας, μήπως μας λείψει ο
περίπατος και η ξάπλα. Αλλά να θυσιάζουμε για τον πλησίον χρόνο και να μη
μετράμε τον κόπο.
Το μήνυμα του ευαγγελίου είναι: Δείτε την δύναμη, την αγαθότητα, και την
μεγαλειότητα του Θεού.
Την δύναμή Του να την έχουμε καταφυγή μας. Την αγαθότητά Του να την
έχουμε ελπίδα μας. Και την μεγαλειότητά Του, τη διαφορά δηλαδή που έχουμε
από Αυτόν, να την έχουμε μέτρο μας, για να καταλαβαίνουμε τι είμαστε μπροστά
Του. Και να φροντίζουμε να διορθωνόμαστε με την μετάνοια. Αμήν.-