Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής του Θωμά, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής του Θωμά, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά


Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής του Θωμά, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ἰωάν. 20, 19-31
1. Ὁ χειρότερος ἰός

Σήμερα γιορτάζει κάθε Ἐκκλησία πού εἶναι ἀφιερωμένη στόν ἅγιο ἀπόστολο Θωμᾶ. Φυσικά γιορτάζομε καί ὅλοι ἐμεῖς, ὅσοι ἔχομε τήν Ἐκκλησία κέντρο τῆς λατρείας μας καί ἀγαπᾶμε τόν ἅγιο Θωμᾶ καί ἤλθαμε στό Ναό γιά νά τόν τιμήσομε καί νά δοξάσομε τόν Κύριο πού ἦλθε στόν κόσμο καί ἔστειλε τούς ἀποστόλους του στόν κόσμο, γιά νά μᾶς φωτίσουν νά γνωρίσομε τήν ἀλήθεια.
Τήν σημερινή Κυριακή τήν ὀνομάζομε «Κυριακή τοῦ Θωμᾶ». Καί πολλές φορές τήν λέμε «ἡ ἀνάσταση τοῦ Θωμᾶ». Βέβαια, ἡ ἀνάσταση εἶναι τοῦ Χριστοῦ ἀνάσταση. Αὐτή γιορτάζομε. Σήμερα ὅμως γιορτάζομε ὄχι τήν μνήμη τοῦ Θωμᾶ πού ἐκοιμήθη στίς 6 τοῦ Ὀκτώβρη, ἀλλά γιορτάζομε τήν ἀνάστασή του. Γιατί γιά ἕνα χρονικό διάστημα, ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς εἶχε πεθάνει. Ὄχι σωματικά. Εἶχε πεθάνει πνευματικά, ψυχικά. Πῶς πέθανε ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς;
Λέει τό Εὐαγγέλιο: «Ὅποιος πιστεύει στόν Χριστό, ἔχει ζωή αἰώνιο. Ὅποιος δέν πιστεύει στόν Χριστό, ἔχει θάνατο μέσα του, στήν ψυχή του». Καί ὁ θάνατος αὐτός σιγά-σιγά προχωρεῖ ὅλο καί περισσότερο καί διαλύει τόν ἄνθρωπο πρῶτα ψυχικά, μετά πνευματικά καί μετά καί σωματικά. Ἤ καί ἀνάποδα καμιά φορά. Ἀρχίζει ἀπό ἀλλοῦ καί πάει ἀλλοῦ.
Ὅταν οἱ Ἑβραῖοι ἔπιασαν τόν Χριστό καί τόν σταύρωσαν, οἱ ἀπόστολοι τά ἔχασαν. Καί εἶπαν: «Αὐτός πού δέν μπορεῖ νά σώσει τόν ἑαυτό του», ὅπως εἶπαν οἱ Ἑβραῖοι ὅταν ἦταν σταυρωμένος, «θά σώσει ἐμᾶς;» Καί ἔκλαιγαν τήν τύχη τους πού συνδέθηκαν μαζί του. «Ἐλπίζαμε», ἔλεγαν, «εἴχαμε τήν μάταιη σκέψη, ὅτι αὐτός θά σώσει τόν Ἰσραήλ».
Ἔπαψαν πιά νά τόν πιστεύουν καί μέσα τους μπῆκε ὁ θάνατος. Ἀλλά ἀδελφοί μου, τό εἴπαμε προηγουμένως, ὁ θάνατος δέν μπαίνει μονομιᾶς. Μπαίνει σάν τό μικρόβιο. Σιγά-σιγά κυριαρχεῖ στόν ἄνθρωπο καί τόν διαλύει. Οἱ ἀπόστολοι ἀγαποῦσαν τόν Χριστό, γιατί τρία, τριάμισυ χρόνια πού ἦταν κοντά του, ἔβλεπαν πώς ἦταν ἕνας ὑπέροχος δοῦλος καί ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ. Πού ἐδίδασκε ὅπως κανένας ἄλλος καί ἔκανε τόσο μεγάλα θαύματα ὅσο κανένας ἄλλος. Καί γι' αὐτό καί ἀφοῦ τσακίστηκε ἡ πίστη τους ὅταν τόν εἴδανε πεθαμένο, μέ τήν ἔννοια πού ξέρομε ὅλοι ὅτι πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι. Δηλαδή ἔπαψε νά ὑπάρχει. Δέν εἶναι πιά τίποτε γιά τόν κόσμο. Ἄν ζεῖ ἤ δέν ζεῖ, γιά τόν ἄλλο κόσμο, δέν ξέρομε. Ἀλλά γιά δῶ, δέν εἶναι πιά τίποτε ὁ πεθαμένος.
2. Ποιός δέν θά χαιρόταν;
Ἔτσι νόμιζαν οἱ ἀπόστολοι. Ἀλλά ἔμειναν ἑνωμένοι μαζί τους ἀπό τήν ἀγάπη πού εἶχαν στόν Χριστό. Καί πῆγαν καί κλειδώθηκαν σέ ἕνα ὑπερῶο νά μήν τούς πιάσουν οἱ Ἑβραῖοι καί τούς σκοτώσουν καί αὐτούς. Καί ἐκεῖ πού ἦταν κρυμμένοι μέσα στό ὑπερῶο, διπλοκλειδωμένοι καί ἀμπαρωμένοι, ξαφνικά ὅταν ἄρχισε νά ἀνατέλλει ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, ἡ ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως, βλέπουν ἀνάμεσά τους τόν Χριστό. Πῶς εἰσῆλθε τῶν θυρῶν κεκλεισμένων; Πῶς μπῆκε ἀφοῦ οἱ πόρτες ἦταν κλειδωμένες;
Ἀπαντᾶμε στά τροπάρια: Ὅπως βγῆκε καί ἀπό τόν τάφο χωρίς νά βγεῖ ἡ ταφόπλακα. Καί ὅπως μπῆκε καί βγῆκε ἀπό τήν Παναγία χωρίς νά χαλάσει ἡ παρθενία τῆς Παναγίας, γιατί ὁ Θεός εἶναι παντοδύναμος.
Ὅταν βρέθηκε ὁ Χριστός ἀνάμεσά τους, τούς εἶπε ἐκεῖνο πού λέμε καί ἐμεῖς τόσες φορές στίς Λειτουργίες μας καί στίς προσευχές μας: «Εἰρήνη ὑμῖν, εἰρήνη πᾶσι». Γιατί ὁ Χριστός τό καθιέρωσε ὅτι εἶναι εὐλογία. Καί τότε οἱ ἀπόστολοι χάρηκαν. Γιατί χάρηκαν; Γιατί διαπίστωσαν ὅτι εἶχαν λάθος στούς λογισμούς τους. Διαπίστωσαν, ὅτι τό ψέμα, ἐκεῖνο πού τούς εἶχε καταπλακώσει, ἡ ἀπογοήτευση, ἦταν λάθος τους. Ἔβλεπαν τόν Χριστό, τόν ἄκουγαν. Ἅπλωσαν τά χέρια τους καί τόν πιάσανε. Κουβέντιασαν μαζί του. Γιά ὅλα ἐκεῖνα πού εἶχαν κάνει καί ἰδεῖ μαζί του.     Καί «ἐχάρησαν οἱ μαθηταί  ἰδόντες τόν Κύριον»
Ποιός δέν θά χαιρόταν;
Βλέπομε στό ὄνειρό μας, τόν πατέρα μας, τήν μητέρα μας, τόν ἀδελφό μας τόν πεθαμένο. Καί ἅμα τόν δοῦμε νά χαμογελάει λιγάκι ἤ νά μᾶς πεῖ μιά καλή κουβέντα, στόν ὕπνο μας, γεμίζει ἡ καρδιά μας ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση. Γιά φαντασθεῖτε νά τόν δοῦν τόν Χριστό δίπλα τους, ἀνάμεσά τους, νά τούς μιλήσει, νά τούς χαμογελάσει, νά τόν πιάσουν, νά τόν ψηλαφήσουν, νά τούς εὐλογήσει, νά τόν δοῦν ζωντανά. Νά γιατί «ἐχάρησαν οἱ μαθηταί  ἰδόντες τόν Κύριον».
Νά ποῦμε τώρα μιά κουβέντα παραπέρα. Ὑπάρχει μεγαλύτερη γλύκα γιά τόν ἄνθρωπο ἀπό τό νά δεῖ τόν Χριστό; Ἀπό τό νά δεῖ ἐκεῖνον πού θά τόν δοῦμε στή Δευτέρα Παρουσία; Καί θά τόν ἀπολαμβάνουμε γιά ὅλους τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων, τόν σωτήρα καί λυτρωτή μας Ἰησοῦ Χριστό;
3. Θωμᾶ, σύνελθε!
Γύρισε μετά ὁ Θωμᾶς, πού ἔλειπε ἐκείνη τήν ἡμέρα πού ἐμφανίστηκε στούς μαθητές του ὁ Χριστός. Καί τοῦ λέγανε: «Ἦρθε, ἑωράκαμεν τόν Κύριον. Εἴδαμε τόν Χριστό». Ἐκεῖνος τούς ἔλεγε: «Σιγά. Ἐγώ πεθαμένο δέν ξέρω νά γύρισε. Πῶς θά γύρισε ὁ Χριστός καί ποῦ τόν εἴδατε; Ποῦ εἶν’ τος;»
-Ἦρθε, τόν εἴδαμε, ἔφυγε.
-Δέν σᾶς πιστεύω. Καί ἄν δέν βάλλω καί ἐγώ τό δάχτυλό μου, ἐκεῖ πού λέτε ὅτι τό βάλατε καί ἐσεῖς, στήν πληγή στά χέρια του, στήν πληγή στά πλευρά του, στίς πληγές στά πόδια του, δέν θά πιστεύσω. Λέτε ψέματα.
Θωμᾶ, σύνελθε! Ποιός σοῦ λέει ψέματα; Ὁ ἀπόστολος Πέτρος; Ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης; Ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος; Ὁ ἀπόστολος Φίλιππος; Ποιός σοῦ λέει ψέματα Θωμᾶ; Ποτέ τούς ἄκουσες νά ποῦν ψέματα; Πόσο θά διατηρώντουσταν τά ψέματα; Ἕνα λεπτό; Δυό λεπτά; Μετά θά ἔσπαζε ἡ καρδιά τους τέτοιοι ἄνθρωποι...
Γιατί δέν τό σκέφτεσαι τό πράγμα ἀπό ἄλλη πλευρά; Ποιά πλευρά;
Νά πεῖς: «Ἐγώ δέν τόν εἶδα ἀκόμα. Ἀλλά ἀλήθεια λέτε; Ἔτσι ἔγινε; Πρέπει νά ἀλλάξω γνώμη καί νά περιμένω νά τόν δῶ. Θά περιμένω νά τόν δῶ καί ἐγώ ὅπως τόν εἴδατε καί ἐσεῖς».
Μήπως λέμε κάτι τό παράλογο; Αὐτό δέν εἶναι τό πιό λογικό;
Ἀλλά δέν δεχόταν μέ κανένα τρόπο ὁ Θωμᾶς τά λόγια τῶν ἀποστόλων. Γιατί; Γιατί ἀδελφοί μου, ἐμεῖς παθαίνομε τά λεγόμενα «κολλήματα». Κολλᾶμε. Ποῦ κολλᾶμε; Ἕνας κολλάει στήν κοιλιά του. Ἕνας κολλάει σέ ἄλλα πάθη σωματικά καί δέν ἐννοεῖ νά ξεκολλήσει. Ἀλλός κολλάει σέ συναισθήματα:
-Νά μήν τόν δῶ αὐτό τόν ἄνθρωπο μπροστά μου. Θά σκάσω, θά πεθάνω.
-Δέν θά πάθεις τίποτα βρέ, συγχώρησέ τον. Καί ὅταν τόν δεῖς, ἀγκάλιασέ τον καί φίλησέ τον νά φύγει τό κακό.
Κολλάει ὁ ἄνθρωπος καί δέν μπορεῖ νά ξεκολλήσει.
Ὑπάρχει καί ἄλλο κακό. Εἶναι κόλλημα στό μυαλό. Τί λέει τό κόλλημα στό μυαλό; «Ἐγώ αὐτή τήν ἰδέα ἔχω μέσα μου καί δέν τήν βγάζω μέ τίποτε». Τί μοῦ λέει ἡ ἰδέα μου; «Ἄν δέν τό ἰδῶ, ἄν δέν τό πιάσω, ἄν δέν τό ψηλαφήσω, δέν πιστεύω. Γιατί τοῦτα ἐδῶ μόνο εἶναι πού ὑπάρχουν. Ἐκεῖνα πού τά πιάνω, τά βλέπω καί τά ἀκούω. Πού τά καταλαβαίνω μέ τό στόμα μου καί μέ τό σῶμα μου».
Νά ἡ μεγαλύτερη ἀνοησία στόν κόσμο. Ἐμεῖς ὅλοι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως ψοφᾶμε γιά ἀγάπη. Ψηλάφησέ την. Δέν ψηλαφᾶται. Βάλτη στό στόμα σου. Δέν μπαίνει. Κοίταξέ την. Δέν κοιτάζεται. Ἄκουσέ την. Δέν ἀκούγεται. Εἶναι πραγματικότητα ἡ ἀγάπη;
Ποιός ἀμφιβάλλει; Καί ἐκείνη πού ἔχω μέσα στήν καρδιά μου  πραγματικότητα εἶναι. Καί μάλιστα πιό μεγάλη ἀπό τό μυαλό μου. Γιατί τό κυβερνάει. Ἅμα ἔχω ἀγάπη γιά ἕναν ἄνθρωπο τό ξεχνάω τό σῶμα μου καί κάνω θυσίες. Θυσίες μεγάλες. Στή φωτιά, λέει, νά πέσω προκειμένου νά σώσω ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα τό παιδί του, ὁ φίλος τόν φίλο του. Τήν καρδιά μου καί τό νεφρό μου νά δώσω νά κάνει μεταμόσχευση γιά νά ζήσει.
Ἡ ἀγάπη δέν ὑπάρχει; Ἡ ἀγάπη κυβερνάει τόν κόσμο!
Καί ἐκείνη πού αἰσθάνομαι ἀπό τόν ἄλλο μέ γεμίζει χαρά δέκα φορές μεγαλύτερη ἀπ'  ὅτι τό ὅποιο φαΐ καί ἡ ὅποια διασκέδαση. Ἅμα χάσω τήν ἀγάπη, ἄν δέν ἔχω ἐγώ μέσα μου καί δέν βρίσκω ἀπό τούς ἄλλους, ταλαιπωρία, δυστυχία καί πίκρα καί θλίψη ἡ ζωή. Ἔτσι εἶναι.
Γι' αὐτό λοιπόν εἶναι ἀνοησία νά λέει κανείς ὅτι ἄν δέν δῶ, δέν πιστεύω. Καί ὁ Θεός μιλάει μέσα στήν καρδιά μας καί μᾶς λέει: «Σκέψου το λίγο καλύτερα. Δέσ’ το λίγο καλύτερα». Πόσες φορές μιλάει μέσα στήν καρδιά μας ὁ Θεός! Καί ἡ φωνή του πρέπει νά εἶναι πιό σεβαστή ἀπό τήν κάθε ἰδέα καί ἀπό τήν κάθε μας σκέψη.
4. Πῶς ἀναζητᾶμε τόν Θεό
Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, ξαναῆλθε ὁ Χριστός, ἐνῶ ἦταν μαζεμένοι οἱ μαθητές καί μαζί τους καί ὁ Θωμᾶς στόν ἴδιο τόπο. Στάθηκε ἀνάμεσά τους, ὁ παντογνώστης Θεός, πού δέν σημαίνει ὅτι ἐπειδή δέν ἦταν ἐκεῖ δέν ἤξερε τί γινόταν ἀπό πίσω του, ὅπως ἐμεῖς. Καί γυρίζει στό Θωμᾶ καί τοῦ λέει:
-Θωμᾶ, φέρε τό δάχτυλό σου, βάλτο ἐδῶ στά χέρια μου καί στά πόδια μου. Βάλτο καί στήν πλευρά μου, καί μή γίνου ἄπιστος. Μήν ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου νά κολλάει σέ τέτοιες σάπιες, νεκρές, πεθαμένες, δηλητήριο ἰδέες, πού νεκρώνουν τίς ψυχές.
Ὁ Θωμᾶς, ἔβαλε τό δάχτυλό του στίς πληγές, τίς εἶδε, τίς ψηλάφησε καί εἶπε:
-Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου. Σέ κατάλαβα καί σέ προσκυνῶ. Εἶσαι ὄχι ἁπλῶς κάποιος. Εἶσαι ὁ Κύριος καί ὁ Θεός.
Τοῦ εἶπε ὁ Χριστός:
-Ἐσύ μέ εἶδες καί πίστεψες. Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύοντες.
Τί σημαίνει αὐτό; Εἶναι πιό εὐτυχισμένοι καί πιό μεγάλοι στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἐκεῖνοι πού δέν μέ εἶδαν ἀλλά μέ πίστευσαν.
Γιατί εἶναι πιό μεγάλοι; Νά τό ἐξηγήσομε.
Ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ὁ ἐσωτερικός του κόσμος. Ὅταν κάνει τόν ψυχικό του, τόν ἐσωτερικό του κόσμο καλό, ἔχει τό μεγαλύτερο θεμέλιο γιά μιά ζωή κατά Θεόν. Ποιά εἶναι ἡ καλωσύνη τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου; Καλή διάθεση, εἰλικρίνεια, ἀναζήτηση. Ψάχνω νά βρῶ τόν Θεό. Ψάχνω νά βρῶ τό θέλημά του. Ψάχνω νά βρῶ τήν παρουσία του καί τήν ἐνέργειά του. Ψάχνω νά βρῶ τήν Βασιλεία του. Πῶς ψάχνω; Νά ποῦμε τό ἀστεῖο. Πάει ὁ ἕνας ἄνθρωπος στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ, καί ψάχνει γιά ψάρια! Τρελλάθηκε; Ἅμα θέλεις νά ψάξεις ψάρια, νά ἡ θάλασσα. Καί πάει στή θάλασσα καί ψάχνει γιά λαγό. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἤ παλαβοφέρνει, ἤ πουλάει ἐξυπνάδες.
Ἀλλά ἡ οὐσία εἶναι ὅτι πρέπει νά ἀναζητᾶμε τόν Θεό μέ τόν τρόπο ποῦ πρέπει. Πῶς εἶναι ὁ τρόπος πού πρέπει;
Πρῶτα φροντίζομε νά κάνομε τήν διάθεσή μας, καλή διάθεση, εἰλικρινή διάθεση, ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἀπέναντι τῶν ἄλλων καί ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Μετά λέμε: «Ἄς ψάξω».
Ποῦ θά ψάξεις; Στήν ἐφημερίδα; Στήν τηλεόραση;
Στό Εὐαγγέλιο πρέπει νά ψάξεις! Στά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά ψάξεις καί νά ἀναζητήσεις τόν Θεό. Πῶς τόν ἀναζητᾶς; Ὅπως ἕναν καλό φίλο σου.
Πάω στό φίλο μου, ἐπειδή θέλω. Τόν πλησιάζω φιλικά. Τοῦ φωνάζω γλυκά. Χτυπάω τήν πόρτα του ἐλαφρά. Καί ὅταν ἀναζητῶ τόν Θεό κάνω κάτι ἐπί πλέον. Γονατίζω καί λέω: «Θεέ μου, φώτισε τήν καρδιά μου. Ὁδήγησέ με. Δυνάμωσέ με. Ἀξίωσέ με νά σέ βρῶ». Οἱ ἄνθρωποι πού ψάχνουν γιά τόν Θεό ἔτσι, θά τόν βροῦν.
Οἱ ἄλλοι πού ψάχνουν ἀλλιῶς δέν θά τόν βροῦν. Γιατί τό δηλητήριο πού μπαίνει στήν καρδιά μέ ὁρισμένες πράξεις προχωρεῖ καί ἐμποδίζει τόν δρόμο πρός τόν Θεό. Νά ποῦμε ἕνα παράδειγμα.
Πῶς νά μπορέσεις νά βρεῖς τόν Θεό, κυρά μου, ὅταν σοῦ ἀρέσει νά ψάχνεις καί γιά ἄλλον ἄνδρα ἐκτός ἀπό τόν δικό σου; Πῶς θά τόν βρεῖς; Δέν θά τόν βρεῖς ποτέ. Ὁ θάνατος, πού ἔχει τό δηλητήριο πού λέγεται «ἁμαρτία», ἡ ὅποια ἁμαρτία θά σέ διαλύσει. Καί ὁ θάνατος τοῦ δηλητητρίου πού λέγεται «κακός λογισμός», θά σέ διαλύσει. Μήν πιστεύεις στόν ὅποιο λογισμό σοῦ ἔρχεται στό μυαλό. Στοῦ Θεοῦ τόν λόγο νά πιστεύεις καί στούς καθαρούς λογισμούς νά πιστεύεις. Γιατί ὁ Θεός μᾶς θέλει εἰκόνα του καί ὁμοίωσή του. Καί αὐτή ἡ εἰκόνα καί ἡ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο τό γλυκύτερο πράγμα πού μπορεῖ νά δεῖ στόν ἑαυτό του καί στόν φίλο του.
Μόνο ὅταν λέμε τήν λέξη «καλός ἄνθρωπος», γεμίζει ἡ καρδιά μας γλύκα. Γιά φαντασθεῖτε νά μποροῦμε νά ποῦμε: «ἅγιος, τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, τοῦ Θεοῦ εἰκόνα, τοῦ Χριστοῦ εἰκόνα». Τί χαρά καί τί γλύκα πού θά γέμιζε ἡ καρδιά μας καί ἡ ζωή σέ ὅλο τόν κόσμο.
Γι' αὐτό εἶπε ὁ Χριστός: «Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύοντες».
Ἐπειδή ὅμως, οἱ μή πιστεύοντες, πολλές φορές εἶναι καί πολύ ἀδύνατοι ἄνθρωποι, ὁ Θεός ἀπό τότε μέχρι σήμερα δέν παύει νά κάνει καί μερικά θαύματα στόν κόσμο, στόν κάθε τόπο καί ἐκεῖ πού εἶναι τά μεγάλα προσκυνήματα, τά λείψανα τῶν ἁγίων κτλ, τά ὁποῖα, γιατί γίνονται;
Λέει ἡ Ἁγία Γραφή: Τά θαύματα γίνονται γιά νά εἶναι μιά σπίθα, μιά ἀστραπή, ἕνα φωτάκι πού θά φωτίσει τό μυαλό νά ξυπνήσει καί νά μᾶς πεῖ: «Δέν βλέπεις; Οἱ πεθαμένοι δέν κάνουν τίποτε. Ὁ ἅγιος ὅμως Σπυρίδων, γιά νά κάνει κεῖνο τό θαῦμα μέ τό λείψανό του καί ὁ ἅγιος Γεράσιμος, δέν εἶναι πεθαμένοι. Οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι πεθαμένοι. Καί ἄν οἱ δοῦλοι του δέν εἶναι πεθαμένοι, καί εἶναι πιό ζωντανοί ἀπό τούς ζωντανούς καί τούς τρέμουν τά δαιμόνια, ὅπως τρέμουν τόν ἅγιο Γεράσιμο καί τό λείψανό του, γιά φαντασθεῖτε πόσο τρέμουν τόν Χριστό. Καί πόσο δυνατός εἶναι ὁ Κύριος ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὁ Θεός καί σωτήρας μας».
Ὅποιος ἔτσι πορεύεται, καί γιά ὅλα αὐτά ψάχνει νά τά δεῖ καί νά τά βρεῖ, θά γεμίζει τό κεφάλι του καί ἡ καρδιά του, τό μυαλό του καί τό εἶναι του, μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅσο περισσότερο πιστεύει, τόσο περισσότερο θά καταλαβαίνει τί γλύκα καί τί εὐτυχία καί τί χαρά εἶναι, νά εἶναι κανείς δοῦλος τοῦ Χριστοῦ. Πιστός καί ἀφοσιωμένος ἄνθρωπος στόν Χριστό. Ὅπως ὑπῆρξε καί ὁ Θωμᾶς, ὁ ὁποῖος γύρισε ὅλο τόν κόσμο καί πῆγε στίς Ἰνδίες νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο. Καί στίς Ἰνδίες σταυρώθηκε καί πέθανε μέ φρικτά βασανιστήρια, γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Καί εἶναι ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους μαζί μέ ὅλους τούς ἀποστόλους ἁγίους στόν κόσμο.
Τό φῶς τοῦ παραδείγματός του, οἱ πρεσβεῖες του, οἱ προσευχές του καί ἡ καλωσύνη του, νά μᾶς συνοδεύουν ὅλους. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
 πηγη.zoiforos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου